πρόσοιδα: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάριν]] [[προσειδέναι]]» — [[είμαι]] [[ακόμη]] μια [[φορά]] [[ευγνώμων]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»]. | |mltxt=Α<br />(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάριν]] [[προσειδέναι]]» — [[είμαι]] [[ακόμη]] μια [[φορά]] [[ευγνώμων]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόσοιδα:''' παρακ. [[χωρίς]] ενεστ. (βλ. *[[εἴδω]] Β), [[γνωρίζω]] [[επιπλέον]]· [[προσειδέναι]] [[χάριν]], [[οφείλω]] [[επιπλέον]] [[χάρη]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop.
A know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.
French (Bailly abrégé)
v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.
Greek Monolingual
Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
πρόσοιδα: παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.