πυρροκόραξ: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> [[πτηνό]] που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] εκπροσωπεί [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] [[καλοιακούδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόραξ]].
|mltxt=-ακος, ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> [[πτηνό]] που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] εκπροσωπεί [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] [[καλοιακούδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόραξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυρροκόραξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[κόρακας]] που έχει κόκκινο [[ράμφος]], σε Πλίν.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρροκόραξ Medium diacritics: πυρροκόραξ Low diacritics: πυρροκόραξ Capitals: ΠΥΡΡΟΚΟΡΑΞ
Transliteration A: pyrrokórax Transliteration B: pyrrokorax Transliteration C: pyrrokoraks Beta Code: purroko/rac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A Alpine chough, Corvus pyrrhocorax, Plin.HN10.133.

Greek (Liddell-Scott)

πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόραξ ἔχων ἐρυθρὸν ῥάμφος, Πλίν. 10. 68.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
corbeau à bec rouge, oiseau.
Étymologie: πυρρός, κόραξ.

Greek Monolingual

-ακος, ο, ΝΑ
ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ.

Greek Monotonic

πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόρακας που έχει κόκκινο ράμφος, σε Πλίν.