στόνυξ: Difference between revisions
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Οἰταῑος [[στόνυξ]]» — ο [[χαυλιόδοντας]] του αγριογούρουνου<br />β) «[[λοίγιος]] [[στόνυξ]]» — το [[κεντρί]] του ψαριού [[τρυγών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> «[[νύχι]]» και έναν τ. που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών [[στάχυς]] και [[στόχος]]]. | |mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Οἰταῑος [[στόνυξ]]» — ο [[χαυλιόδοντας]] του αγριογούρουνου<br />β) «[[λοίγιος]] [[στόνυξ]]» — το [[κεντρί]] του ψαριού [[τρυγών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> «[[νύχι]]» και έναν τ. που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών [[στάχυς]] και [[στόχος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠχος, ὁ,
A sharp point (prop. spear-point acc. to Sch.A.R.4.1679), as of a rock, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου E.Cyc.401 (restd. for γ' ὄνυχα); πετραίῳ στόνυχι A.R.4.1679; νησιωτικὸς σ., Πάχυνος Lyc.1181; Οἰταῖος σ., of the boar's tusk, Id.486; λοίγιος σ., of the barb of the fish τρυγών, Id.795; στονύχεσσι λεόντων fangs, Opp.C. 3.232; συλόνυχας στόνυχας nail-removing prongs, i.e. nail-scissors, AP6.307 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 949] υχος, ὁ, wie ὄνυξ, die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.
Greek (Liddell-Scott)
στόνυξ: -ῠχος, ὁ, πᾶσα ὀξεῖα ἄκρα, οἷον ὀξὺ ἄκρον βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ χαυλιόδους ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· λοίγιος στ., τὸ κέντρον τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τρυγών, ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ ἄκρα τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».
French (Bailly abrégé)
υχος (ὁ) :
1 extrémité des ongles ou des griffes;
2 p. ext. pointe ou tranchant en gén. d’une pierre, d’un rocher ; particul. οἱ στόνυχες ciseaux.
Étymologie: στενός, ὄνυξ.
Greek Monolingual
-υχος, ὁ, Α
1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.)
2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια
3. στον πληθ. οἱ στόνυχες
τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)
4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» — ο χαυλιόδοντας του αγριογούρουνου
β) «λοίγιος στόνυξ» — το κεντρί του ψαριού τρυγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. ὄνυξ, -υχος «νύχι» και έναν τ. που ανήκει στην οικογένεια τών στάχυς και στόχος].
Greek Monotonic
στόνυξ: -ῠχος, ὁ, κάθε αιχμηρό άκρο, όπως αυτό του βράχου, κόψη, σε Ευρ.· σουγιάς, σουβλί, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).