σύμπτωσις: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύμπτωση]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύμπτωση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύμπτωσις:''' ἡ ([[συμπίπτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάπτωση]], [[συντριβή]], [[καταβύθιση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνάντηση]], σε Πολύβ.· με αρνητική [[σημασία]], [[επίθεση]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A falling together, collapsing, Hp. Aph.1.3, Epid.6.3.1; τῆς οἰκίας Str.14.5.4, cf. 5.3.7, S.E.M.5.91, CIG3293 (Smyrna). II falling together, meeting, [ποταμῶν] Plb. 3.49.6; ὀρῶν Id.2.14.8; point of meeting or intersection, Archim. Sph.Cyl.1.10, al., Str.2.1.10,37, Ptol.Geog.1.3.1, Dam.Pr.29. 2 in hostile sense, attack, onset, Plb.1.57.7, etc. 3 = συνέμπτωσις, Sch.Ar.Th.21, A.D.Adv.151.5, Synt.52.8 (v.l. συνέμ-). 4 σ. φωνηέντων collision of vowels, Phld.Rh.1.163S. III incident, accident, Arist.HA585b25; circumstance, Plb.3.49.5. IV a disease of the eye, prob. contraction of the pupil, Gal.14.777; also, contraction of the throat, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτωσις: ἡ, (συμπίπτω) τὸ πίπτειν ὁμοῦ, κατάπτωσις, καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. συμβολή, συνάντησις, ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπίθεσις, Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = συνέμπτωσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «σύμπτωσις», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 affaissement, écroulement;
2 rencontre.
Étymologie: συμπίπτω.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπτωση.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπτωση.
Greek Monotonic
σύμπτωσις: ἡ (συμπίπτω),·
I. κατάπτωση, συντριβή, καταβύθιση, σε Στράβ.
II. συνάντηση, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, επίθεση, στον ίδ.