συγκατάθεσις: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(T22) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(T WH συνκαταθεσις (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συγκαταθεσεως, ἡ ([[συγκατατίθημι]], [[which]] [[see]]), [[properly]], a putting [[together]] or [[joint]] [[deposit]] (of votes); [[hence]], [[approval]], [[assent]], [[agreement]], ([[Cicero]], acad. 2,12, 37 adsensio atque adprobatio): [[Polybius]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], [[Plutarch]], others.) | |txtha=(T WH συνκαταθεσις (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συγκαταθεσεως, ἡ ([[συγκατατίθημι]], [[which]] [[see]]), [[properly]], a putting [[together]] or [[joint]] [[deposit]] (of votes); [[hence]], [[approval]], [[assent]], [[agreement]], ([[Cicero]], acad. 2,12, 37 adsensio atque adprobatio): [[Polybius]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατάθεσις:''' ἡ ([[συγκατατίθημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επιδοκιμασία]], [[συμφωνία]], [[ομοφωνία]], [[συγκατάθεση]], [[συναίνεση]], [[αποδοχή]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[υποταγή]], [[αποδοχή]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A approval, assent, Plb.2.58.11, Phld.Rh.1.210 S., Andronic.Rhod.p.577 M., OGI 484.32 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἀντίφασις, Diog.Oen.18 (pl.); agreement, concord, 2 Ep.Cor.6.16; in legal sense, BGU194.11 (ii A.D.), etc.; flattering assent, Plu.Ant.24. 2 in Stoic philos., assent given by the mind to its perceptions, Zeno Stoic.1.39, al., cf. Plot.1.8.14, etc.; a term introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40: cf. συγκατατίθημι. 3 Gramm., affirmative, A.D. Conj.226.17, D.T.642.5; αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν σ. ποιοῦσι Sch.S.OT 1053.
German (Pape)
[Seite 964] ἡ, Zustimmung, Beifall; καὶ ἔπαινος συνεξακολουθεῖ τοῖς πράττουσιν, Pol. 2, 58, 11; ἐπαίνου καὶ συγκαταθέσεως τυγχάνειν, 22, 9, 16, u. öfter; S. Emp. oft, wie Plut. de Stoic. repugn. a. E.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατάθεσις: ἡ, ἐπιδοκιμασία, συναίνεσις, συγκατάνευσις, Πολύβ. 2. 58, 11, κτλ.· - συμφωνία, πρὸς Κορινθ. Δευτ. Ἐπιστ. Ϛ΄, 16. 2) ἐν τῇ στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, ἡ συναίνεσις ἢ συγκατάνευσις τοῦ νοῦ πρὸς τὰς διδασκαλίας αὐτῆς, assensus ἐν Κικ. Αcad. Pr. 2. 47, πρβλ. Πλούτ. 2. 1055F, 1056C, κτλ.· τὸν ὅρον τοῦτον εἰσήγαγεν εἰς τὴν Λατινικὴν ὁ Κικέρων, Πλουτ. Κικ. 40· πρβλ. συγκατατίθημι. ΙΙ. ὑποταγή, Πλουτ. Ἀντών. 24, Εὐσ. Ἐκκλ. 7. 24. - Συγκαταθέσεως ἐπιρρήματα, οἷον ναι, ναίχι, Διονύσ. Θρᾷξ 642, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 assentiment, approbation ; t. stoïc. accord de l’esprit avec les perceptions;
2 soumission.
Étymologie: σύν, κατατίθημι.
English (Strong)
from συγκατατίθεμαι; a deposition (of sentiment) in company with, i.e. (figuratively) accord with: agreement.
English (Thayer)
(T WH συνκαταθεσις (cf. σύν, II. at the end)), συγκαταθεσεως, ἡ (συγκατατίθημι, which see), properly, a putting together or joint deposit (of votes); hence, approval, assent, agreement, (Cicero, acad. 2,12, 37 adsensio atque adprobatio): Polybius, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
συγκατάθεσις: ἡ (συγκατατίθημι),
I. επιδοκιμασία, συμφωνία, ομοφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση, αποδοχή, σε Καινή Διαθήκη
II. υποταγή, αποδοχή, σε Πλούτ.