συνιζάνω: Difference between revisions
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜA<br />[[καθιζάνω]], [[κατακάθομαι]], [[κατακαθίζω]] («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βυθίζομαι, [[βουλιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνίζω]], [[μετέχω]] σε [[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] [[συνίζηση]], [[κάνω]] [[κάτι]] να βυθιστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]] «[[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]], [[κατακαθίζω]]»]. | |mltxt=ΝΜA<br />[[καθιζάνω]], [[κατακάθομαι]], [[κατακαθίζω]] («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βυθίζομαι, [[βουλιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνίζω]], [[μετέχω]] σε [[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] [[συνίζηση]], [[κάνω]] [[κάτι]] να βυθιστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]] «[[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]], [[κατακαθίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ.·<br /><b class="num">1.</b> [[κατακαθίζω]], [[καταπέφτω]], σε Θεόκρ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαγιάζω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A sink or settle down, collapse, Arist.Somn.Vig.456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ . . συνιζάνειν Plu.Publ.13. 2 sink, εἰς βυθόν Thphr.Od. 29; of the blood, Id.Sens.43; of the wind, Luc.VH1.29. II causal, cause to collapse or sink, Arist.Resp.474a14.
Greek (Liddell-Scott)
συνιζάνω: κατακαθίζω, καταπίπτω, τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
s’affaisser, mollir, fléchir.
Étymologie: συνίζω.
Greek Monolingual
ΝΜA
καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
βυθίζομαι, βουλιάζω
μσν.
συνίζω, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»].
Greek Monotonic
συνιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ.·
1. κατακαθίζω, καταπέφτω, σε Θεόκρ., Πλούτ.
2. καταλαγιάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.