συσπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. συσπαράττω Α<br />[[σχίζω]] σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ [[δαιμόνιον]] καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).
|mltxt=και αττ. τ. συσπαράττω Α<br />[[σχίζω]] σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ [[δαιμόνιον]] καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συσπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακομματιάζω]], [[κατακόβω]], [[καταξεσχίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπᾰράσσω Medium diacritics: συσπαράσσω Low diacritics: συσπαράσσω Capitals: ΣΥΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: sysparássō Transliteration B: sysparassō Transliteration C: sysparasso Beta Code: suspara/ssw

English (LSJ)

Att. συσπαράττω,

   A tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.

German (Pape)

[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.

English (Strong)

from σύν and σπαράσσω; to rend completely, i.e. (by analogy) to convulse violently: throw down.

English (Thayer)

1st aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, L T Tr marginal reading WH; Max. Tyr. diss. 13,5.)

Greek Monolingual

και αττ. τ. συσπαράττω Α
σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).

Greek Monotonic

συσπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Καινή Διαθήκη