τοκετός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γέννηση]], [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως [[αποτέλεσμα]] την [[έξοδο]] του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές [[οδούς]] της μητέρας [[μετά]] τον 6ο [[μήνα]] της εγκυμοσύνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προκλητός [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που προκαλείται τεχνητά [[πριν]] από την αυτόματη [[έναρξη]] τών ωδινών, με συντηρητικά [[μέσα]], [[συνήθως]] με [[χορήγηση]] ορμονών, ή εγχειρητικώς, με [[μηχανική]] [[διαστολή]] του τραχήλου ή [[ρήξη]] του θυλακίου<br />β) «[[πρόωρος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόωρος]]<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρώιμος]]<br />δ) «[[φυσικός]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> σχετικά [[ανώδυνος]] [[τοκετός]] ως [[αποτέλεσμα]] προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γέννηση]], [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φυσιολ.) το [[σύνολο]] τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως [[αποτέλεσμα]] την [[έξοδο]] του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές [[οδούς]] της μητέρας [[μετά]] τον 6ο [[μήνα]] της εγκυμοσύνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προκλητός [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που προκαλείται τεχνητά [[πριν]] από την αυτόματη [[έναρξη]] τών ωδινών, με συντηρητικά [[μέσα]], [[συνήθως]] με [[χορήγηση]] ορμονών, ή εγχειρητικώς, με [[μηχανική]] [[διαστολή]] του τραχήλου ή [[ρήξη]] του θυλακίου<br />β) «[[πρόωρος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρόωρος]]<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρώιμος]]<br />δ) «[[φυσικός]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> σχετικά [[ανώδυνος]] [[τοκετός]] ως [[αποτέλεσμα]] προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[ετός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοκετός:''' -οῦ, ὁ, = [[τόκος]], [[γέννα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκετός Medium diacritics: τοκετός Low diacritics: τοκετός Capitals: ΤΟΚΕΤΟΣ
Transliteration A: toketós Transliteration B: toketos Transliteration C: toketos Beta Code: toketo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = τόκος, childbirth, delivery, Hp.Aër.4, etc.; including pregnancy, Arist.GA748b22; μαστοὺς ἐν τ. ἐπαιρομένους Dsc.4.68: pl., πεπειραμέναι τῶν τ. Sor.1.70a, cf. 2.31; τοκετῶν βάσανος AP9.311 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, = τόκος, 1) Geburt, Niederkunft; Arist. gen. an. 2, 8; Leon. Tar. 71 (VII, 163). – 2) das Geborene, Agath. prooem. Anth. (IV, 3, 64).

Greek (Liddell-Scott)

τοκετός: -οῦ, ὁ, γέννα, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 282, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 8, 21, κπλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., τοκετῶν βάσανος Ἀνθ. Π. 9. 311. ΙΙ. τὸ γεννώμενον, γιγαντείου τοκετοῖο Ἀγαθίου Σχολαστικοῦ Προοίμ. ἐν Ἀνθ. Παλ. 4. 3, 64. 2) μεταφορ., κέρδος, ὠφέλεια, Ἰγνάτ. πρὸς Ρωμ. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 enfantement;
2 enfant, rejeton.
Étymologie: τόκος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γέννηση, γέννα
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) το σύνολο τών μηχανικών και λειτουργικών φαινομένων που έχουν ως αποτέλεσμα την έξοδο του παιδιού και τών εξαρτημάτων του από τις γεννητικές οδούς της μητέρας μετά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης
2. φρ. α) «προκλητός τοκετός»
ιατρ. τοκετός που προκαλείται τεχνητά πριν από την αυτόματη έναρξη τών ωδινών, με συντηρητικά μέσα, συνήθως με χορήγηση ορμονών, ή εγχειρητικώς, με μηχανική διαστολή του τραχήλου ή ρήξη του θυλακίου
β) «πρόωρος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρόωρος
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. βλ. πρώιμος
δ) «φυσικός τοκετός»
ιατρ. σχετικά ανώδυνος τοκετός ως αποτέλεσμα προληπτικών μέτρων, όπως λ.χ. διαφώτισης της εγκύου για τις εξεργασίες του τοκετού, γυμναστικής, ασκήσεων χαλάρωσης, διδασκαλίας αναπνευστικής τεχνικής κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα -ετός (πρβλ. παγ-ετός)].

Greek Monotonic

τοκετός: -οῦ, ὁ, = τόκος, γέννα, σε Ανθ.