ὑπερακρίζω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]] («τειχία ὑπερακρίζειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προεξέχω]], [[ξεπερνώ]] στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ακρίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄκρη</i>). Το ρ. απαντά [[κυρίως]] σύνθ. και [[σπανίως]] ως απλό]. | |mltxt=Α<br />[[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]] («τειχία ὑπερακρίζειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προεξέχω]], [[ξεπερνώ]] στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ακρίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄκρη</i>). Το ρ. απαντά [[κυρίως]] σύνθ. και [[σπανίως]] ως απλό]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερακρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκαρφαλώνω]] και [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]], με γεν., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A mount and climb over, c. acc., τειχία X.Eq.Mag.6.5. II project, beetle over, c. gen., δόμων E.Supp.988 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1190] übersteigen, τειχία, Xen. Hipp. 6, 5; – intrans., über Etwas hervorragen, an Höhe übertreffen, δόμων πέτρα Eur. Suppl. 1013.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερακρίζω: ἀναβαίνω καὶ ὑπερβαίνω, μετ’ αἰτ., τείχη Ξεν. Ἱππ. 6, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερήκρισας· ὑπεράγαν [[[ὑπὲρ]] ἄκραν] ἐπήδησας». ΙΙ. προέχω, προεξέχω ὑπεράνω, μετὰ γεν., δόμων Εὐρ. Ἱκέτ. 988.
French (Bailly abrégé)
1 s’élever par-dessus, franchir;
2 dépasser en hauteur, se dresser au-dessus de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρος.
Greek Monolingual
Α
υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.)
2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό].
Greek Monotonic
ὑπερακρίζω: μέλ. -σω,
I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.