ὑπεμνήμυκε: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) [[είναι]] [[σκυφτός]], έχει το [[κεφάλι]] σκυφτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του ρ. [[ὑπημύω]] σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. <i>ὑπεμήμυκε</i> (με [[αττικό]] διπλασιασμό, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμῶ</i>: <i>ἐμήμεκα</i>) με την [[προσθήκη]] του -<i>ν</i>-, η οποία επιτρέπει τη [[μετρική]] [[έκταση]] του προηγούμενου φωνήεντος]. | |mltxt=Α<br />(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) [[είναι]] [[σκυφτός]], έχει το [[κεφάλι]] σκυφτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του ρ. [[ὑπημύω]] σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. <i>ὑπεμήμυκε</i> (με [[αττικό]] διπλασιασμό, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμῶ</i>: <i>ἐμήμεκα</i>) με την [[προσθήκη]] του -<i>ν</i>-, η οποία επιτρέπει τη [[μετρική]] [[έκταση]] του προηγούμενου φωνήεντος]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεμνήμῡκε:''' Επικ. παρακ. του <i>ὑπ-[[ημύω]]</i>, χαμηλώνει το [[κεφάλι]] του, στέκεται με το [[κεφάλι]] του χαμηλωμένο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
in Il.22.491, πάντα δ' ὑπεμνήμυκε, of an orphan boy: Aristarch. interpreted it—
A he hangs down his head utterly, he is altogether cast down; so that it must be taken (cf. Sch.) as Ep. pf. of ὑπ-ημύω, for ὑπ-εμήμυκε (ν being inserted metri gr.):—the pres. is used by coluth.338, ὑπημύουσι παρειαί sink in, become hollow.
German (Pape)
[Seite 1187] Il. 22, 491, πάντα δ' ὑπ., er senkt überall die Augen schüchtern nieder, von ὑπημύω abgeleitet, statt ὑπεμήμυκε, mit dem des Verses wegen eingeschobenen ν, vgl. Spitzner exc. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεμνήμῡκε: ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ ὑπεμνήμυκε, ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του ὅλως χαμηλωμένην, καὶ βλέπει κάτω ὅλως ἄθυμος· ὥστε δέον νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν χάριν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς νώνυμνος ἀντὶ νώνυμος, παλαμναῖος ἐκ τοῦ παλάμη)· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπημύω.
Greek Monolingual
Α
(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη του -ν-, η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση του προηγούμενου φωνήεντος].
Greek Monotonic
ὑπεμνήμῡκε: Επικ. παρακ. του ὑπ-ημύω, χαμηλώνει το κεφάλι του, στέκεται με το κεφάλι του χαμηλωμένο, σε Ομήρ. Ιλ.