ὑπερπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[ὑπερπέταμαι]] Α<br /><b>1.</b> [[πετώ]] από [[πάνω]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[πετώ]] [[πέρα]] από ένα [[σημείο]] («[[ὅταν]] ὑπερπτῶνται τὸ [[ὄρος]] [οἱ πελεκᾱνες]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] / [[πέταμαι]] «[[πετώ]]»].
|mltxt=και ποιητ. τ. [[ὑπερπέταμαι]] Α<br /><b>1.</b> [[πετώ]] από [[πάνω]] με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[πετώ]] [[πέρα]] από ένα [[σημείο]] («[[ὅταν]] ὑπερπτῶνται τὸ [[ὄρος]] [οἱ πελεκᾱνες]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] / [[πέταμαι]] «[[πετώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτόμην</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] με [[ταχύτητα]] πάνω από, λέγεται για [[δόρυ]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπέτομαι Medium diacritics: ὑπερπέτομαι Low diacritics: υπερπέτομαι Capitals: ΥΠΕΡΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperpétomai Transliteration B: hyperpetomai Transliteration C: yperpetomai Beta Code: u(perpe/tomai

English (LSJ)

also ὑπερπέταμαι, ὑπερίπταμαι (qq.v.): Ep. aor. -πτάμην, in Prose

   A -επτόμην Arist.HA597a12: aor. Act. -έπτην S.Ant. (v. infr.), Ph.1.165: in late Prose also -επετάσθην (v. infr.): (v. πέτομαι):—fly over, of a spear, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Il.13.408, 22.275, cf. Od.22.280; of birds, Arist.HA541a28, Philostr.VA2.10: aor. Act., ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα S.Ant.113 (anap.).    2 c. acc., fly over or beyond, ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων Od.8.192; of birds, ὑ. τὸ ὄρος Arist.HA597a12; ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης D.S.4.51, cf. Luc.Rh.Pr.6: also c. gen., A.R.2.1252, Plu.Pomp.25.    3 metaph., skip over, εἴδη καὶ γένη Ph.1.165.

German (Pape)

[Seite 1200] (s. πέτομαι), dep. med., darüber hinfliegen; ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13, 408. 22, 275; ὁ (λᾶας) δ' ὑπέρπτατο σήματα πάντα, Od. 8, 192, vgl. 22, 280; αἰετὸς ἐς γᾶν ὡς ὑπερέπτα, Soph. Ant. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι· ἀόριστ. -επτάμην, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ -επτόμην· παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις καὶ -επετάσθην (ἴδε κατωτ.)· - ἴδε ὑπερίπταμαι, ὑπερπέταμαι· ἀποθ. (ἴδε πέτομαι). Φέρομαι ἄνωθεν μετὰ ταχύτητος, ἐπὶ δόρατος, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Ἰλ. Ν. 408, Χ. 275, πρβλ. Ὀδ. Χ. 280· ἐπὶ πτηνῶν ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 8. 12, 4· - ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀντ. 113, ὀξέα κλάζων αἰετὸς εἰς γᾶν ὣς ὑπερέπτα. 2) μετ’ αἰτιατ., πέτομαι ὑπεράνωπέραν, ὁ δ’ [[[λᾶας]]] ὑπέρπτατο σήματα πάντα Ὀδ. Θ. 192· ἐπὶ πτηνῶν, ὑπ. τὸ ὅρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4· ὡσαύτως μετὰ γενικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1252, Ἀνθολ. Παλ. 5. 259, Πλουτ. Πομπ. 25.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερίπταμαι.
Étymologie: ὑπέρ, πέτομαι.

English (Autenrieth)

aor. ὑπέρπτατο: fly over, fly past (the marks), Od. 8.192.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α
1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)
2. πετώ πέρα από ένα σημείοὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»].

Greek Monotonic

ὑπερπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτόμην,
1. πετώ με ταχύτητα πάνω από, λέγεται για δόρυ, σε Όμηρ.
2. με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.