ἐπιστασία: Difference between revisions
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιστᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιστῆναι), [[εξουσία]], [[διοίκηση]], [[κυριαρχία]], [[διακυβέρνηση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιστᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιστῆναι), [[εξουσία]], [[διοίκηση]], [[κυριαρχία]], [[διακυβέρνηση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστᾰσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> внимание, тщательность (μετ᾽ ἐπιστασίας - v. l. ἐπιστάσεως - [[θεωρητέον]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> наблюдение, надзор, забота (παίδων Plat.);<br /><b class="num">3)</b> начальствование, власть (τῶν Καρχηδονίων Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ,
A = ἐπίστασις 11.2, attention, care, ἐ. ποιεῖσθαί τινος Ph.1.192, cf. Phld.Rh.2.149 S.(prob.); ἐ. ἔχειν deserve attention, Ath.2.66b. 2. recognition, ἐς ἐ. τῆς νούσου ἀφικνεόμενοι Aret. SD1.6. II. authority, dominion, πρὸς τὴν ἐ. αὐτῶν dominion over them, Str.8.5.5; τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐ. D.S. 20.32: abs., Plu.Luc.2, Nic.28; ἀρχικὴ ἐ. Stoic.3.158, cf. 2.339 (pl.).
German (Pape)
[Seite 982] ἡ, = ἐπίστασις, 1) Aufmerksamkeit, Sp. ἐπιστασίαν ἔχειν, Aufm. verdienen, Ath. II, 66 d; vgl. Lob. zu Phryn. p. 528. – 2) das Amt eines ἐπιστάτης, Herrschaft, Strab. VIII, 365; τινός, Aufsicht über Jem., Plut. Alex. 7, neben ἀρχή de virt. mor. 1, der auch Lucull. 2 δεκτικώτερον ἐπιστασίας dem δυσαρκτότερον entgegensetzt; τῶν Καρχηδονίων D. Sic. 20, 32; übh. Amt, App.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἐπίστασις, ὡς ἐλασία ἢ ἕλασις, (πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528), προσοχή, ἐπιμέλεια, φροντίς, ἔχει δὲ ἐπιστασίαν, εἶναι ἀξία προσοχῆς, Ἀθήν. 66Β· ἐπ. τῆς νόσου Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1 6. ΙΙ. διοίκησις, κυβέρνησις, πρὸς τὴν ἐπ. αὐτῶν Στράβ. 366, πρβλ. Διόδ. 20. 32· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 2, Νικ. 28, κτλ. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 51, 52 καὶ 510.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de surveillant ; surveillance, direction.
Étymologie: ἐφίστημι.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστασία
Α και ἐπιστασίη) επιστάτης
1. επίβλεψη, επιτήρηση
2. φροντίδα, επιμέλεια
μσν.- νεοελλ.
φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους
νεοελλ.
υπηρεσία από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική εξυπηρέτηση και λειτουργία ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού
αρχ.
1. αναγνώριση, διάγνωση
2. εξουσία, διοίκηση («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», Διόδ. Σικ.)
3. επίθεση.
Greek Monotonic
ἐπιστᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιστῆναι), εξουσία, διοίκηση, κυριαρχία, διακυβέρνηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστᾰσία: ἡ1) внимание, тщательность (μετ᾽ ἐπιστασίας - v. l. ἐπιστάσεως - θεωρητέον Polyb.);
2) наблюдение, надзор, забота (παίδων Plat.);
3) начальствование, власть (τῶν Καρχηδονίων Diod.).