ψεφηνός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψεφηνός:''' -ή, -όν, [[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[αμυδρός]], λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ψεφηνός:''' -ή, -όν, [[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[αμυδρός]], λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψεφηνός:''' досл. темный, перен. безвестный, незнатный ([[ἀνήρ]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεφηνός Medium diacritics: ψεφηνός Low diacritics: ψεφηνός Capitals: ΨΕΦΗΝΟΣ
Transliteration A: psephēnós Transliteration B: psephēnos Transliteration C: psefinos Beta Code: yefhno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dark, obscure, metaph. of a person, Pi.N.3.41 codd. (-εινός Bgk., -εννός Pors.).

German (Pape)

[Seite 1396] duukel, finster; unbekannt, niedrig, Pind. N. 3, 39 ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, ἀμαυρός, ἀμυδρός, μεταφορ., ἐπὶ προσώπου, Πινδ. Ν. 3. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
obscur.
Étymologie: ψέφος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -ηνός (πρβλ. χαλικ-ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< ψεφεσνός)].

Greek Monotonic

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μαύρος, αμυδρός, λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ψεφηνός: досл. темный, перен. безвестный, незнатный (ἀνήρ Pind.).