ἐπεμπίπτω: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεμπίπτω:''' μέλ. <i>-εμπεσοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] με [[μανία]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[πράττω]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐπεμπίπτω:''' μέλ. <i>-εμπεσοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, [[προσβάλλω]] με [[μανία]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[πράττω]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεμπίπτω:''' <b class="num">1)</b> (тж. ἐ. βάσιν Soph.) нападать, бросаться (τινί Soph.): ἐ. ὤμῳ Theocr. поразить в плечо;<br /><b class="num">2)</b> перен. с жаром набрасываться, наваливаться (ἐ. καὶ σπουδάζειν Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42. 2 fall to, set to work, Ar.Pax471. 3 fit in, of cogs, v. l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.
German (Pape)
[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.
French (Bailly abrégé)
tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.
Greek Monolingual
ἐπεμπίπτω (Α)
1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά
2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.)
3. συναρμολογώ, ταιριάζω.
Greek Monotonic
ἐπεμπίπτω: μέλ. -εμπεσοῦμαι,
1. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, προσβάλλω με μανία, τινί, σε Σοφ.
2. επιπίπτω, πράττω, καταγίνομαι με κάτι, καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεμπίπτω: 1) (тж. ἐ. βάσιν Soph.) нападать, бросаться (τινί Soph.): ἐ. ὤμῳ Theocr. поразить в плечо;
2) перен. с жаром набрасываться, наваливаться (ἐ. καὶ σπουδάζειν Arph.).