δοξοκαλία: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοξοκαλία]], η (Α)<br />το να νομίζει [[κάποιος]] πως [[είναι]] [[ωραίος]]. | |mltxt=[[δοξοκαλία]], η (Α)<br />το να νομίζει [[κάποιος]] πως [[είναι]] [[ωραίος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοξοκᾰλία:''' ἡ мнимая красота Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A conceit of beauty, Pl.Phlb.49d.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, Schönheitswahn, d. i. eingebildete Schönheit; Plat. Phil. 49 d: Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοκαλία: ἡ, οἴησις ἐπὶ καλλονῇ, Πλάτ. Φιλήβ. 49Β.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fatua opinión de la propia belleza, δοξοσοφία καὶ δ. Pl.Phlb.49d, cf. Clem.Al.Paed.2.3.38.
Greek Monolingual
δοξοκαλία, η (Α)
το να νομίζει κάποιος πως είναι ωραίος.
Russian (Dvoretsky)
δοξοκᾰλία: ἡ мнимая красота Plat.