πακτόω: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πακτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πακτός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[στερεώνω]], [[ασφαλίζω]], [[δῶμα]] πάκτου, [[κλείνω]] με [[ασφάλεια]] το [[σπίτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κλείνω]], [[σταματώ]], [[στουπώνω]], ματσακωνίζω, [[καλαφατίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[δένω]] με [[ασφάλεια]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πακτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πακτός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[στερεώνω]], [[ασφαλίζω]], [[δῶμα]] πάκτου, [[κλείνω]] με [[ασφάλεια]] το [[σπίτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κλείνω]], [[σταματώ]], [[στουπώνω]], ματσακωνίζω, [[καλαφατίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[δένω]] με [[ασφάλεια]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πακτόω:''' <b class="num">1)</b> конопатить, заделывать, затыкать (τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> запирать ([[δῶμα]] Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> привязывать, крепить (λαίφεα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(πακτός)
A fasten, close, Archil.187; δῶμα πάκτου make fast the house, S.Aj.579; μοχλοῖς καὶ κλῄθροισι τὰ προπύλαια π. Ar.Lys. 265. 2 stop up, caulk, τὰ τετρημένα ῥακίοις Id.V.128. 3 bind fast, λαίφεα AP10.23 (Autom.).
German (Pape)
[Seite 444] befestigen, fest machen, verschließen; πακτῶσαι θύρας, Archil. bei Poll. 10, 27, vgl. 7, 113; μοχλοῖς τὰ προπύλαια, Ar. Lys. 265; δῶμα πάκτου, Soph. Ai. 576. – Dicht verstopfen, πακτοῦσι τὰς ἁρμονίας βύβλῳ, Her. 2, 96; vgl. Ar. Vesp. 128, ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα, ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν, wo der Schol. erkl. ἐφράξαμεν, ἐπληρώσαμεν. – Bei Automed. 11, 4 (X, 23), λαίφεα πακτώσας, festbinden.
Greek (Liddell-Scott)
πακτόω: (πακτὸς) κλείω ἀσφαλῶς, στερεώνω, ἀσφαλίζω, Ἀρχίλ. 175· δῶμα πάκτου, κλεῖσον ἀσφαλῶς τὴν οἰκίαν, Σοφ. Αἴ. 579· π. τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Ἀριστοφάν. Λυσ. 265. 2) κλείω, φράττω, «στουπώνω», τὰ τετρημένα ῥακίοις Ἀριστοφ. Σφ. 128· περὶ τοῦ: ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ ἐν Ἡρόδ. 2. 96, ἴδε ἐν λ. ἐμπακτόω. 3) δένω ἀσφαλῶς, στερεῶς, λαίφεα Ἀνθολ. Π. 10. 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ficher ou fixer solidement :
1 assujettir solidement, fermer;
2 calfater solidement, bourrer.
Étymologie: πήγνυμι.
Greek Monotonic
πακτόω: μέλ. -ώσω (πακτός)·
1. στερεώνω, ασφαλίζω, δῶμα πάκτου, κλείνω με ασφάλεια το σπίτι, σε Σοφ.
2. κλείνω, σταματώ, στουπώνω, ματσακωνίζω, καλαφατίζω, σε Αριστοφ.
3. δένω με ασφάλεια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πακτόω: 1) конопатить, заделывать, затыкать (τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.);
2) запирать (δῶμα Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Arph.);
3) привязывать, крепить (λαίφεα Anth.).