ἀμόρφωτος: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόρφωτος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μορφώθηκε, [[απαίδευτος]], [[αγράμματος]], [[αμαθής]],<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δείχνει [[ούτε]] τη στοιχειώδη [[ευγένεια]], [[αγενής]], [[άξεστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έλαβε [[μορφή]], [[σχήμα]], [[ασχημάτιστος]] [[αδιαμόρφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο [[ἀμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄμορφος]], ενώ το νεοελλ. [[αμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμορφωσιά]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόρφωτος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μορφώθηκε, [[απαίδευτος]], [[αγράμματος]], [[αμαθής]],<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δείχνει [[ούτε]] τη στοιχειώδη [[ευγένεια]], [[αγενής]], [[άξεστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έλαβε [[μορφή]], [[σχήμα]], [[ασχημάτιστος]] [[αδιαμόρφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο [[ἀμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄμορφος]], ενώ το νεοελλ. [[αμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμορφωσιά]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμόρφωτος:''' неоформленный, бесформенный ([[ὕλη]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not formed, unwrought, S.Fr.249; without form, θεός Procl. in R. 1.40 K.; ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; unfigured, of stars in no constellation, Ptol. Alm.7.5. Adv. ἀμορφώτως Procl. in Prm.p.780 S.
German (Pape)
[Seite 128] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόρφωτος: -ον, (μορφόω) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ σχῆμα, ἀδιατύπωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ ἀσχημάτιστος Τίμ. Λοκρ. 94Α.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de forma, no conformado S.Fr.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.in R.1.114.3, θεός Procl.in R.1.40.1, cf. Sm.Ps.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.in Ph.25.13.
2 que no figura, no configurado en una constelación de estrellas, Ptol.Alm.7.5.
II adv. -ως sin forma δόξα δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.in Prm.994.39, cf. in R.2.243.24.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.
1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,
2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος
αρχ.
αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].
Russian (Dvoretsky)
ἀμόρφωτος: неоформленный, бесформенный (ὕλη Plat.).