σκιαρόκομος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σκῐᾰρόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκιᾰρόκομος:''' густолиственный, тенистый ([[ὕλη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾰρόκομος: густолиственный, тенистый (ὕλη Eur.).