λινόπεπλος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνόπεπλος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] λινό [[φόρεμα]] ή λινό πέπλο, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐνόπεπλος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] λινό [[φόρεμα]] ή λινό πέπλο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνόπεπλος:''' одетый в льняные покровы ([[δαίμων]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with linen robe, AP6.231 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 49] mit linnenem Gewand, δαίμων, Philp. 107 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπεπλος: -ον, ἔχων λινῆν ἐσθῆτα, Ἀνθ. Π. 6. 231.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au voile de lin.
Étymologie: λίνον, πέπλος.
Greek Monolingual
λινόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί-πεπλος, μελάμ-πεπλος].
Greek Monotonic
λῐνόπεπλος: -ον, αυτός που φορά λινό φόρεμα ή λινό πέπλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόπεπλος: одетый в льняные покровы (δαίμων Anth.).