κτεατίζω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. | |lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτεᾰτίζω:''' (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A gain, win, δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57; πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —Med., get for oneself, acquire, Ep. fut. κτεατίσσομαι Man.6.677, aor. κτεατίσσατο A.R.2.788: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105.
German (Pape)
[Seite 1518] sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).
Greek (Liddell-Scott)
κτεᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, κερδίζω, δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.
French (Bailly abrégé)
acquérir, conquérir, acc.;
Moy. κτεατίζομαι m. sign.
Étymologie: κτέαρ.
English (Autenrieth)
aor. κτεάτισσα=κτάομαι.
Greek Monolingual
κτεατίζω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ.
β. «αὖθις ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, -ατος (τὸ) + -ίζω (πρβλ. κερματ-ίζω, χρηματ-ίζω)].
Greek Monotonic
κτεᾰτίζω: μέλ. -ίσω· Επικ. αορ. αʹ κτεάτισσα (κτάομαι)· αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, επιτυγχάνω, σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., αποκτώ για τον εαυτό μου, είμαι ιδιοκτήτης, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κτεᾰτίζω: (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH).