ἐκσημαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκσημαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]], [[υποδεικνύω]], [[μαρτυρώ]], [[γνωστοποιώ]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐκσημαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]], [[υποδεικνύω]], [[μαρτυρώ]], [[γνωστοποιώ]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκσημαίνω:''' (aor. ἐξεσήμηνα) указывать, возвещать ([[κακόν]] τι Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A disclose, indicate, S.El.1191.
German (Pape)
[Seite 778] bezeichnen, aussprechen, Soph. El. 1182.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσημαίνω: ὑπαινίττομαι, Σοφ. Ἠλ. 1191.
French (Bailly abrégé)
indiquer, expliquer.
Étymologie: ἐκ, σημαίνω.
Spanish (DGE)
1 dejar entrever πόθεν τοῦτ' ἐξεσήμηνας κακόν; ¿de quién procede el crimen que dejaste entrever? S.El.1191.
2 en v. med. significar, dar a entender μὴ νομίσῃς δὲ τοῦτο ἁπλῶς ἐκσημήνασθαι τὴν θείαν Γραφήν Chrys.M.53.272.
Greek Monolingual
ἐκσημαίνω (Α)
1. σημαίνω, δηλώνω, υπαινίσσομαι
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. ανακαλύπτω.
Greek Monotonic
ἐκσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω, μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσημαίνω: (aor. ἐξεσήμηνα) указывать, возвещать (κακόν τι Soph.).