ἀνθήλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και ανθήλιο, το (Α [[ἀνθήλιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ζωολ.</b> ονομ. γένους των Μαλακίων<br /><b>2.</b> η [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>(Μετεωρ.)</b> συγκεχυμένο [[είδωλο]] του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο [[σημείο]] του ουρανού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που με τη [[σκιά]] του προστατεύει απ' τον ήλιο<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει σαν [[ήλιος]].
|mltxt=ο και ανθήλιο, το (Α [[ἀνθήλιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ζωολ.</b> ονομ. γένους των Μαλακίων<br /><b>2.</b> η [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br />II. <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>(Μετεωρ.)</b> συγκεχυμένο [[είδωλο]] του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο [[σημείο]] του ουρανού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που με τη [[σκιά]] του προστατεύει απ' τον ήλιο<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει σαν [[ήλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθήλιος:''' ион. [[ἀντήλιος]] 2<br /><b class="num">1)</b> находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; [[ὄρος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> подобный солнцу, сияющий как солнце ([[πρόσωπον]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλιος Medium diacritics: ἀνθήλιος Low diacritics: ανθήλιος Capitals: ΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anthḗlios Transliteration B: anthēlios Transliteration C: anthilios Beta Code: a)nqh/lios

English (LSJ)

ον,

   A = ἀντήλιος, q.v.

German (Pape)

[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.

Spanish (DGE)

v. ἀντήλιος.

Greek Monolingual

ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1) находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2) выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3) подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).