νύχιος: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νύχιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, [[νυχτερινός]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει [[ενασχόληση]] τη [[νύχτα]], σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει [[νύχτα]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τόπους, [[σκοτεινός]] όπως η [[νύχτα]], [[ζοφερός]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''νύχιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, [[νυχτερινός]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει [[ενασχόληση]] τη [[νύχτα]], σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει [[νύχτα]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τόπους, [[σκοτεινός]] όπως η [[νύχτα]], [[ζοφερός]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νύχιος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> ночной (ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ᾽ ἡμέραν Eur.): ν. ἦλθε Aesch. он явился в ночное время; ἐκτέταται ν. Soph. он вытянулся (словно) объятый ночным сном;<br /><b class="num">2)</b> мрачный, темный (ἅλς Eur.; [[χάος]] Arph.): ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. под мрачные своды (подземного царства). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1273 (lyr.), Tim.Fr.II, parodied by Macho ap.Ath.8.341d :—
A nightly, i.e. 1 of persons, doing a thing by night, ν. καταλέξεται Hes.Op.523 (v.l.), cf.Th.991, A.Ag. 588, etc. ; ἀνὴρ δ' ἐκτέταται ν. as in nightly sleep, S.Ph.857 (lyr.). 2 belonging to night, ν. φθέγματα Id.Ant.1147 (lyr.) ; ἐνοπαί, γόοι, E.IT 1277, El.141 (both lyr.) : in late Prose, ν. θεός Dam.Pr.273. 3 of places, dark as night, gloomy, νυχίαν πλάκα A.Pers.953 (lyr.) ; δι' ἅλα ν. E.Med.211 (lyr.) ; ἄντρα Id.Andr.1224 (lyr.) ; ὑπὸ μέλαθρα νύχια, i.e. into the nether world, Id.Hel.177 (lyr.) ; χάος Ar.Av. 698 : in later Prose, τὸ τῶν ἄντρων ν. Porph.Antr.9.
German (Pape)
[Seite 272] att. auch 2 Endgn, näch il i ch, bei nacht geschehend od. thuend; Hes. O. 521 Theog. 991; ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός, Aesch. Ag. 574, der auch den Hermes χθόνιος καὶ νύχιος nennt, Ch. 717; νυχίων ἐπιφθεγμάτων ἐπίσκοπε heißt Bacchus als Aufseher der nächtlichen Feier, Soph. Ant. 1133; ἀνὴρ δ' ἀνόμματος ἐκτέταται νύχιος, in der Nacht, im Schlafe, Phil. 846; oft bei Eur., wie νύχιοι ὄνειροι, I. T. 1277; auch γόοι, El. 142; sp. D., νύχια θύεα, Ap. Rh. 4, 664; auch übertr., μοῖρα νύχιος, das finstere Todesgeschick, Machon bei Ath. VIII, 341.
Greek (Liddell-Scott)
νύχιος: [ῠ], -α, -ον, καὶ -ος, -ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1272, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341D· - νυκτερινός, δηλ., 1) ἐπὶ προσώπων, πράττων τι κατὰ τὴν νύκτα, ν. καταλέξεται Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 521, πρβλ. Θεογ. 991, Αἰσχύλ. Ἀγ. 588, κτλ.· νύχιος ἢ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Ἠλ. 141· ἀνὴρ δ’ ἐκτέταται ν., ὡς ἐν νυκτερινῷ ὕπνῳ, Σοφ. Φιλ. 857. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ν. φθέγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1147· ἐνοπαί, ὄνειροι, γόοι Εὐρ. Ι. Τ. 1273, 1277, κτλ. 3) ἐπὶ τόπων, σκοτεινὸς ὡς ἡ νύξ, ζοφερός, νυχίαν πλάκα Αἰσχύλ. Πέρσ. 952 (Ἕρμανν. μυχίαν)· δι’ ἅλα ν. Εὐρ. Μήδ. 211, πρβλ. Ἀνδρ. 1224· ὑπὸ μέλαθρα νύχια, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 11· χάος Ἀριστοφ. Ὄρν. 698· πρβλ. ῥιπή.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui vit, agit ou se fait pendant la nuit;
2 plongé dans une obscurité semblable à celle de la nuit;
3 sombre, obscur.
Étymologie: νύξ.
Spanish
Greek Monolingual
νύχιος, -ία, -ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, -εία, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.)
2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη νύχτα («ὅτ' ἧλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός», Αισχύλ.)
3. μτφ. σκοτεινός σαν τη νύχτα («νύχια ἄντρα», Ευρ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νύχιον
το σκοτάδι
5. φρ. «νύχια μέλαθρα» — ο Κάτω Κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -(ε)ιος].
Greek Monotonic
νύχιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, νυχτερινός,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ενασχόληση τη νύχτα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει νύχτα, σε Σοφ., Ευρ.
3. λέγεται για τόπους, σκοτεινός όπως η νύχτα, ζοφερός, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νύχιος: (ῠ)1) ночной (ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ᾽ ἡμέραν Eur.): ν. ἦλθε Aesch. он явился в ночное время; ἐκτέταται ν. Soph. он вытянулся (словно) объятый ночным сном;
2) мрачный, темный (ἅλς Eur.; χάος Arph.): ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. под мрачные своды (подземного царства).