ἀρρενωπός: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρρενωπός:''' -όν και -ή, -όν (ὤψ), αυτός που έχει ανδρική όψη, [[αρσενικός]], [[ανδρικός]], [[αρρενωπός]], σε Πλάτ., Λουκ. | |lsmtext='''ἀρρενωπός:''' -όν και -ή, -όν (ὤψ), αυτός που έχει ανδρική όψη, [[αρσενικός]], [[ανδρικός]], [[αρρενωπός]], σε Πλάτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρενωπός:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> мужественный ([[εὐμορφία]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> мужеподобный ([[γυνή]] Arst., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, also ή, όν Luc.Fug.27: (ὤψ):—
A masculine-looking, manly, Pl.Lg.802e; γυναῖκες Arist.GA747a1, cf. Sor. 1.35, Ruf. ap. Orib.inc.2.15; εὐμορφία Luc.Scyth.11; τὸ ἀ., = ἀρρενωπία, D.S.4.6. 2 ofthings, befitting a man, manly, στολή Ael.N A 2.11; τὸ ἀ. τῆς ψυχῆς manliness, Chor.Lyd.8. Adv. -πῶς Gloss.:— irreg. fem. ἀρρεν-ωπάς, άδος, ἡ, = ἀνδρόγυνος, Cratin.389, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενωπός: -όν, ὡσαύτως, ή, όν, Λουκ. Δραπ. 27· (ὤψ): ― ὁ ἔχων ἀνδρικὴν ὄψιν, ἀνδρώδης, ἀνδρικός, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· γυναῖκες Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16· εὐμορφία Λουκ. Σκύθ. 11· τὸ ἀρρενωπὸν = ἀρρενωπία, Διόδ. 4. 6. 2) ἐπὶ πραγμ., ἁρμόζων εἰς ἄνδρα, ἀνδρικός, στολή, τρόπος Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Βυζ. τύπος τις ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίνου (Ἄδηλ. 32 β), πρβλ. Α. Β. 446, 24, Εὐστ. 827, 29 καὶ 1412, 31· καὶ οὐσιαστ. ἀρρενωπότης, ητος, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1274.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d’apparence mâle ou virile ; τὸ ἀρρενωπόν virilité, courage.
Étymologie: ἄρρην, ὤψ.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ή, -όν Luc.Fug.27, Scyth.11]
1 de pers. gener. ref. a mujeres de aspecto varonil, viril, fuerte γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.GA 747a1, cf. Luc.Fug.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ ἀρρενωπός D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.Ep.140, cf. Et.Gen.1572.
2 de cosas y abstr. propio del hombre, viril τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.Lg.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.Scyth.11, βλέμμα Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.NA 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.Or.11.151c
•subst. τὸ ἀρρενωπόν virilidad τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.Decl.3.12, cf. Ruf. en Orib.Inc.18.15, D.S.4.6.
3 ἀρρενωπός· φοβερός Hsch.α 7123.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρρενωπός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση
2. επίρρ. ἀρρενωπῶς
θαρραλέα, σταθερά
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωπος < -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός (πρβλ. αγριωπός, αντωπός)].
Greek Monotonic
ἀρρενωπός: -όν και -ή, -όν (ὤψ), αυτός που έχει ανδρική όψη, αρσενικός, ανδρικός, αρρενωπός, σε Πλάτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενωπός: и 3
1) мужественный (εὐμορφία Luc.);
2) мужеподобный (γυνή Arst., Luc.).