κυβευτήριον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυβευτήριον]], τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=[[κυβευτήριον]], τὸ (Α) [[κυβεύω]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κῠβευτήριον:''' τό игорный дом Plut.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβευτήριον Medium diacritics: κυβευτήριον Low diacritics: κυβευτήριον Capitals: ΚΥΒΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kybeutḗrion Transliteration B: kybeutērion Transliteration C: kyveftirion Beta Code: kubeuth/rion

English (LSJ)

τό,

   A gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.

Greek Monolingual

κυβευτήριον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).

Russian (Dvoretsky)

κῠβευτήριον: τό игорный дом Plut.