δολῶπις: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό [[βλέμμα]], ύπουλη, σε Σοφ. | |lsmtext='''δολῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό [[βλέμμα]], ύπουλη, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολῶπις:''' ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως [[κόρη]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A artful-looking, treacherous, S.Tr.1050.
German (Pape)
[Seite 655] ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
δολῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ δολεροὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσα, Σοφ. Τρ. 1050.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
à l’œil rusé ou perfide.
Étymologie: δόλος, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ιδος de mirada traidora ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.Tr.1050.
Greek Monolingual
δολῶπις, η (Α)
αυτή που έχει δολερά μάτια.
Greek Monotonic
δολῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό βλέμμα, ύπουλη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δολῶπις: ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως κόρη Soph.).