εὐμελής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[μελωδικός]], [[εύηχος]], [[ρυθμικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[μελωδικός]], [[εύηχος]], [[ρυθμικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμελής:''' [[μέλος]] мелодичный, певучий ([[μουσική]] Arst.).<br />[[μέλω]] хорошо устроенный ([[συμπόσιον]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμελής Medium diacritics: εὐμελής Low diacritics: ευμελής Capitals: ΕΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: eumelḗs Transliteration B: eumelēs Transliteration C: evmelis Beta Code: eu)melh/s

English (LSJ)

ές,

   A melodious, μουσική Arist.Pol. 1341b26, Sopat.10; opp. ἐμμελής (metrical), D.H.Comp.11, etc.: generally, agreeable, συμπόσια Pl.Ax.371d. Adv. -λῶς gracefully, Machoap. Ath.13.577d.    II with stout limbs, Ael.Fr.110.

German (Pape)

[Seite 1080] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ εὐμελής, neben εὔρυθμος, Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, γέρων εὐπαγὴς καὶ εὐμελής Ael. bei Suid. – 31 (μέλομαι) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμελής: -ές, μελῳδικός, εὔηχος, ῥυθμικός, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ ἐμμελής (ἔμμετρος), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· καθόλου, εὐάρεστος, συμπόσιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
harmonieux, mélodieux.
Étymologie: εὖ, μέλος II.
2ής, ές :
aux membres robustes.
Étymologie: εὖ, μέλος I.
3ής, ές :
bien soigné.
Étymologie: εὖ, μέλομαι.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐμελής, -ές)
μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη του σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα
αρχ.
ευχάριστος, συμπαθής, ευάρεστος («εὐμελῆ συμπόσια», Πλάτ.).
επίρρ...
εὐμελῶς (ΑΜ)
1. με μελωδία, μελωδικά, με χάρη
2. με ωραία και δυνατά μέλη
μσν.
με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μελής (< μέλος), πρβλ. εμ-μελής].

Greek Monotonic

εὐμελής: -ές (μέλος), μελωδικός, εύηχος, ρυθμικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμελής: μέλος мелодичный, певучий (μουσική Arst.).
μέλω хорошо устроенный (συμπόσιον Plat.).