συγκρατύνω: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(39) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό από κοινού, του [[προσδίδω]] [[δύναμη]] και εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρατύνω]] «[[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρατύς]])]. | |mltxt=Α<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ισχυρό από κοινού, του [[προσδίδω]] [[δύναμη]] και εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρατύνω]] «[[ενισχύω]], [[ενδυναμώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρατύς]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.
German (Pape)
[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.
French (Bailly abrégé)
confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden.