προτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(35)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[προτειχίζω]]<br />[[οχύρωμα]] που εγείρεται [[μπροστά]] από το κύριο [[τείχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[λεπτό]] [[πέταλο]] φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το [[κέλυφος]] του φακοειδούς [[πυρήνα]] [[προς]] τα [[μέσα]] και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου [[προς]] τα έξω με την έξω [[κάψα]].
|mltxt=το, ΝΑ [[προτειχίζω]]<br />[[οχύρωμα]] που εγείρεται [[μπροστά]] από το κύριο [[τείχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[λεπτό]] [[πέταλο]] φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το [[κέλυφος]] του φακοειδούς [[πυρήνα]] [[προς]] τα [[μέσα]] και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου [[προς]] τα έξω με την έξω [[κάψα]].
}}
{{elnl
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτείχισμα Medium diacritics: προτείχισμα Low diacritics: προτείχισμα Capitals: ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: proteíchisma Transliteration B: proteichisma Transliteration C: proteichisma Beta Code: protei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A advanced fortification, outwork, Th.4.90, 6.100 (pl.), LXX 2 Ki. 20.15, Plb.2.69.6, etc.

German (Pape)

[Seite 791] τό, Vormauer, Befestigung vor der eigentlichen Mauer, Thuc. 6, 100 u. Folgde; χωρίον εὖ κατεσκευασμένον καὶ προτειχίσμασι καὶ τείχει, Pol. 4, 61, 7; auch beim Lager, 2, 69, 6; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προτείχισμα: τὸ, ἐξωτερικὸν τείχισμα, ὀχύρωμα, προμαχών, Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fortification devant un mur, rempart.
Étymologie: πρό, τειχίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προτειχίζω
οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος
νεοελλ.
ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.