τρυγῳδός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῠγῳδός:''' ὁ ([[τρύξ]], [[ᾠδή]]), αυτός που τραγουδάει τον τρύγο, = [[κωμῳδός]], [[γιατί]] οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπά τους με τρύγο (peruncti faecibus [[ora]], του Ορατ.), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρῠγῳδός:''' ὁ ([[τρύξ]], [[ᾠδή]]), αυτός που τραγουδάει τον τρύγο, = [[κωμῳδός]], [[γιατί]] οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπά τους με τρύγο (peruncti faecibus [[ora]], του Ορατ.), σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρυγῳδός -οῦ, ὁ [τρύξ, ᾠδή] lid van komediekoor.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγῳδός Medium diacritics: τρυγῳδός Low diacritics: τρυγωδός Capitals: ΤΡΥΓΩΔΟΣ
Transliteration A: trygōidós Transliteration B: trygōdos Transliteration C: trygodos Beta Code: trugw|do/s

English (LSJ)

ὁ, (τρύξ, ᾠδή) prop.

   A must-singer or lees-singer, = κωμῳδός, Ar.V.650 (anap.), 1537; v. τρυγῳδία.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγῳδός: (τρύξ, ᾠδὴ) κυρίως ὁ τὸ γλεῦκος ἢ τὴν τρύγα ᾄδων, τὸ ἀρχαιότερον ἀλλ’ ἧττον ἔντιμον ὄνομα ἀντὶ κωμῳδός, Ἀριστοφ. Σφ. 650. 1537· ἢ διότι οἱ ᾄδοντες ἤλειφον τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα διὰ τρυγὸς ἐπὶ τὸ γελοιότερον (peruncti faecibus ora, Hor. Α. Ρ. 277), ἢ διότι ὡς βραβεῖον ἐδίδετο γλεῦκος, Σουΐδ.· ἢ διότικωμῳδία ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ᾀσμάτων, ᾀδομένων κατὰ τὸν τρυγητὸν (κατὰ τὸν τῆς τρύγης καιρόν), Ἀθήν. 40Β· - τρυγῳδός, τρυγῳδία εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ κωμῳδός, κωμῳδία· ἀλλ’ οὐδέποτε ἀντὶ τραγῳδός, τραγῳδία, εἰμὴ σκωπτικῶς, ἴδε Βεντλ. Φάλαρ. σ. 296.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chanteur de comédies, poète comique.
Étymologie: τρύξ, ᾠδή, avec jeu de mot sur τραγῳδός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στον Αριστοφ.) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο κρασί αλείφοντας το πρόσωπό του με τρυγία ή παίρνοντας ως βραβείο μούστο, ο κωμωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. τρύξ, τρυγός, κατά το τραγῳδός, για να δηλώσει τον ποιητή της κωμωδίας (βλ. και λ. τρυγῳδία)].

Greek Monotonic

τρῠγῳδός: ὁ (τρύξ, ᾠδή), αυτός που τραγουδάει τον τρύγο, = κωμῳδός, γιατί οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπά τους με τρύγο (peruncti faecibus ora, του Ορατ.), σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγῳδός -οῦ, ὁ [τρύξ, ᾠδή] lid van komediekoor.