σκεθρός: Difference between revisions
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκεθρός:''' -ά, -όν, [[ακριβής]], [[σωστός]], [[προσεκτικός]]· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σκεθρός:''' -ά, -όν, [[ακριβής]], [[σωστός]], [[προσεκτικός]]· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκεθρός -ά -όν [ἔχω? ( σχεῖν )] nauwkeurig, zorgvuldig. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν,
A exact, careful, γνώμῃ σ. βασανίσας Hp.Mul. 1.11; ἴησις σκεθροτέρη Id.Art.50; δίαιτα Gal.18(2).403; τάλαντον τρυτάνης Lyc.270. Adv. -ρῶς, προὐξεπίστασθαι A.Pr.102, cf. 488; ὁρᾶν E.Fr.87.
German (Pape)
[Seite 891] knapp, genau, sorgfältig; Lyc. 270, ταλάντῳ τρυτάνης; auch Hippocr. – Adv.; πάντα προὐξεπίσταμαι σκεθ ρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 102; πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισα, 486. – Vielleicht von σχεῖν, σχέθειν, was sich genau woran anhält, anschließt.
Greek (Liddell-Scott)
σκεθρός: -ά, -όν, ἀκριβής, ἐπιμελής, προσεκτικός, γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· δίαιτα Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· τάλαντον τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
exact, juste, parfait.
Étymologie: DELG σχεῖν de ἔσχον.
Greek Monolingual
-ά, -όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α
1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.)
2. επιμελής, προσεκτικός.
επίρρ...
σκεθρῶς Α
κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεθρός (< σχε-θρός, με ανομοίωση τών δασέων) έχει σχηματιστεί από το θ. σχε- του ἔχω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-σχ-ον, σχε-δόν, σχε-θεῖν) με επίθημα -θρο-ς (βλ. -θρον) και έχει, επομένως, την αρχική σημ. της ρίζας του εχω: segh- «κρατώ γερά»].
Greek Monotonic
σκεθρός: -ά, -όν, ακριβής, σωστός, προσεκτικός· επίρρ. -ῶς, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεθρός -ά -όν [ἔχω? ( σχεῖν )] nauwkeurig, zorgvuldig.