προσαναστέλλω: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαναστέλλω:''' [[κρατώ]] [[πίσω]] [[επιπλέον]], <i>τὸν ἵππον</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσαναστέλλω:''' [[κρατώ]] [[πίσω]] [[επιπλέον]], <i>τὸν ἵππον</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-αναστέλλω ook nog onder bedwang krijgen. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.
French (Bailly abrégé)
ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.
Greek Monolingual
Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].
Greek Monotonic
προσαναστέλλω: κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναστέλλω ook nog onder bedwang krijgen.