συλλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συλλογιστικός:''' <b class="num">1)</b> умозаключающий ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> лог. силлогистический, дедуктивный Arst.;<br /><b class="num">3)</b> грам. (о союзах [[ἄρα]], [[οὐκοῦν]], [[τοίνυν]] и т. п.) выражающий следствие, консекутивный.
|elrutext='''συλλογιστικός:''' <b class="num">1)</b> умозаключающий ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> лог. силлогистический, дедуктивный Arst.;<br /><b class="num">3)</b> грам. (о союзах [[ἄρα]], [[οὐκοῦν]], [[τοίνυν]] и т. п.) выражающий следствие, консекутивный.
}}
{{elnl
|elnltext=συλλογιστικός -ή -όν [συλλογίζομαι] gebaseerd op een syllogisme, deductief. [Plat.] Def. 414e. adv. συλλογιστικῶς op de manier waarop je een syllogisme maakt, alsof je een syllogisme maakt. Aristot. Rh. 1401a8.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογιστικός Medium diacritics: συλλογιστικός Low diacritics: συλλογιστικός Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syllogistikós Transliteration B: syllogistikos Transliteration C: syllogistikos Beta Code: sullogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inferential, Pl.Def.414e; σύνδεσμοι D.T.642.26, cf. A.D.Conj. 252.5; σημεῖον Gal.15.419.    2 syllogistic, Arist.APr.42a36, al. Adv. -κῶς Id.Rh.1401a8.    3 οἱ -κοί dialecticians, Ph.1.346.

German (Pape)

[Seite 976] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le raisonnement ; particul. syllogistique ; t. de gramm. connecteur, (particule) marquant les articulations logiques (ἄρα, ἀλλά, οὐκοῦν, etc.);
2 habile à raisonner, fin, habile.
Étymologie: συλλογίζομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συλλογιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συλλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.
γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.)
2. φρ. «συλλογιστικό σχήμα»
(λογ.) τύπος συλλογισμού ο οποίος καθορίζεται από τη φύση τών προτάσεων και από τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους καθώς και από το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. σχήμα συλλογισμού
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η συλλογιστική
(λογ.) α) η συστηματική μελέτη τών συλλογισμών
β) ο αρχαιότερος κλάδος της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο οποίος επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την απόφανση για την παραγωγή ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συλλογιστικοί
οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι.
επίρρ...
συλλογιστικῶς Α
με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συλλογιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συλλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.
γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.)
2. φρ. «συλλογιστικό σχήμα»
(λογ.) τύπος συλλογισμού ο οποίος καθορίζεται από τη φύση τών προτάσεων και από τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους καθώς και από το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. σχήμα συλλογισμού
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η συλλογιστική
(λογ.) α) η συστηματική μελέτη τών συλλογισμών
β) ο αρχαιότερος κλάδος της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο οποίος επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την απόφανση για την παραγωγή ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συλλογιστικοί
οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι.
επίρρ...
συλλογιστικῶς Α
με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό.

Greek Monotonic

συλλογιστικός: -ή, -όν (συλλογίζομαι), αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λογικό υπολογισμό ή συλλογισμό, διανοητικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συλλογιστικός: 1) умозаключающий (λόγος Plat.);
2) лог. силлогистический, дедуктивный Arst.;
3) грам. (о союзах ἄρα, οὐκοῦν, τοίνυν и т. п.) выражающий следствие, консекутивный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιστικός -ή -όν [συλλογίζομαι] gebaseerd op een syllogisme, deductief. [Plat.] Def. 414e. adv. συλλογιστικῶς op de manier waarop je een syllogisme maakt, alsof je een syllogisme maakt. Aristot. Rh. 1401a8.