κεράστης: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεράστης:''' -ου, κλητ. <i>κεράστα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που έχει κέρατα, [[ἔλαφος]], σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. [[κεραστίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κεράστης:''' -ου, κλητ. <i>κεράστα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που έχει κέρατα, [[ἔλαφος]], σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. [[κεραστίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεράστης, -ου [κέρας] vocat. sing. κεράστα gehoornd; subst. hoorndrager (ram); gehoornde slang. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A horned, ἔλαφος S.El.568; κάνθαρος Id.Ichn.300; of a ram, ὦ κεράστα E.Cyc.52 (lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27; Σάτυροι Luc.Bacch.1:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674. II as Subst., horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th.258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57; οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3. 2 pest which destroys fig-trees, Thphr.HP4.14.5, 5.4.5.
German (Pape)
[Seite 1422] gehörnt; ἔλαφος Soph. El. 558; vom Widder, Eur. Cycl. 52 u. Sp.; – als subst., ὁ, die Hornschlange, Nic. Th. 260 D. Sic. 3, 508. Emp. adv. log. 1, 252; – auch ein der Feige schädlicher Käfer, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεράστης: -ου, ἡ, ἔχων κέρατα, ἔλαφος Σοφ. Ἠλ. 568· ἐπὶ κριοῦ, ὦ κεράστα Εὐρ. Κύκλ. 52· Σάτυροι Λουκ. Διόνυσ. 1· ― θηλ. κεραστίς, -ίδος, (οὐχὶ κέραστις, Ἀρκάδ. 35), ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ Προμ. 674. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄφις τις κερασφόρος, Λατ. cerastes, Διόδ. 3. 50, Νικ. Θηρ. 258. 2) ἔντομόν τι καταστρέφον τὰ σῦκα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4. 5.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.
Greek Monolingual
ο (Α κεράστης, θηλ. κεραστίς, -ίδος)
1. αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», Σοφ.)
2. κατασκευασμένος από κέρατο («κεράστης αὐλός»)
3. γένος φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια viperidae
αρχ.
ονομασία εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -της που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].
Greek Monotonic
κεράστης: -ου, κλητ. κεράστα, ὁ, αυτός που έχει κέρατα, ἔλαφος, σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. κεραστίς, -ίδος, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράστης, -ου [κέρας] vocat. sing. κεράστα gehoornd; subst. hoorndrager (ram); gehoornde slang.