προσφοιτάω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля). | |elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A go or come to frequently, resort to, τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς π. Lys.23.3, cf. Id.24.20, D.25.52, Hyp.Ath.6, IG22.1237.64; π. τισί associate with, Str.14.1.32; esp. go to a master, D.H.Rh.9.11, etc.; τοῖς παλαιοῖς λόγοις Plu.2.653b. II metaph., visit, τὰ κακὰ π. πρὸς τὸ γῆρας Antiph.240.
German (Pape)
[Seite 787] häufig zu Einem gehen; Lys. 23, 3; πρός τι, 24, 20, wie Dem. 25, 52; gew. von Schülern, Luc. Dem. enc. 40.
Greek (Liddell-Scott)
προσφοιτάω: ὑπάγω πολλάκις πρός τινα ἢ πρός τι, συχνάζω. τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς ἐπισκέπτομαι, Στράβ. 644· μάλιστα ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aller souvent chez ou vers, fréquenter.
Étymologie: πρός, φοιτάω.
Greek Monotonic
προσφοιτάω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω, προσφεύγω σε ένα μέρος, σε Δημ. κ.λπ.· προσφοιτάω τινί, επισκέπτομαι συνεχώς, συχνάζω, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
προσφοιτάω: посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ αὐτῷ προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.