ὀξύφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύφθογγος:''' -ον, = [[ὀξύφωνος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀξύφθογγος:''' -ον, = [[ὀξύφωνος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύφθογγος:''' звонкий, звучный (κύμβαλα Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφθογγος Medium diacritics: ὀξύφθογγος Low diacritics: οξύφθογγος Capitals: ΟΞΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: oxýphthongos Transliteration B: oxyphthongos Transliteration C: oksyfthoggos Beta Code: o)cu/fqoggos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀξύφωνος, Ath.14.633f, AP6.51.

German (Pape)

[Seite 355] scharf, hell tönend; μουσικὸν ὄργανον, Ath. XIV, 633 e; κύμβαλα, Ep. ad. 174 (VI, 51).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφθογγος: ον,= ὀξύφωνος, Ἀθήν. 633F, Ἀνθολ. Π. 6. 51.

Greek Monolingual

ὀξύφθογγος, -ον (Α)
αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + φθόγγος (πρβλ. καλλί-φθογγος)].

Greek Monotonic

ὀξύφθογγος: -ον, = ὀξύφωνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύφθογγος: звонкий, звучный (κύμβαλα Anth.).