περιδρομή: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιδρομή:''' ἡ (περιδρᾰμεῖν),·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέξιμο]] γύρω από, σε Πλούτ.· <i>περιδρομὴ ποιεῖσθαι</i>, κάνοντας [[περιστροφή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιφορά]], [[τροχιά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''περιδρομή:''' ἡ (περιδρᾰμεῖν),·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέξιμο]] γύρω από, σε Πλούτ.· <i>περιδρομὴ ποιεῖσθαι</i>, κάνοντας [[περιστροφή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιφορά]], [[τροχιά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιδρομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> бег по кругу Plut.;<br /><b class="num">2)</b> круговращение, круговорот (ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.);<br /><b class="num">3)</b> бесцельное хождение, шатание (πλάναι καὶ περιδρομαὶ εἰς οὐδὲν χρηστόν Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδρομή Medium diacritics: περιδρομή Low diacritics: περιδρομή Capitals: ΠΕΡΙΔΡΟΜΗ
Transliteration A: peridromḗ Transliteration B: peridromē Transliteration C: peridromi Beta Code: peridromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc. ; π. ποιεῖσθαι wheel about, X.Cyn.10.11.    2 revolution, περιδρομαὶ ἐτῶν E.Hel.776.    3 a military manoeuvre, = Lat. decursio, στρατιωτῶν D.C.76.15 ; π. ἐνόπλιοι Id.77.16.    II κατὰ περιδρομήν cursorily, J.AJ20.12.1 ; ἐκ π. Ptol.Tetr.55.    III getting round, cajolery, Memn.8.1, PLond.2.415.12 (iv A. D.); π. θεραπείας, = Lat. ambitus, D.C.78.22.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Ueberlistung, Memnon. 8.

Greek (Liddell-Scott)

περιδρομή: ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) περιστροφή, κύκλος, περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 493D. ΙΙΙ. ἐξαπάτησις, Μέμνων 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 course autour, course circulaire, circuit;
2 fig. action de circonvenir, fraude.
Étymologie: περίδρομος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν.
β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.)
(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», Ευστ.
β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. περιστροφή, κύκλος («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», Ευρ.)
2. γρήγορη επίθεση από όλα τα σημεία («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)
3. φρ. «περιδρομὴ θεραπείας» — η περίοδος της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα)].

Greek Monotonic

περιδρομή: ἡ (περιδρᾰμεῖν),·
1. τρέξιμο γύρω από, σε Πλούτ.· περιδρομὴ ποιεῖσθαι, κάνοντας περιστροφή, σε Ξεν.
2. περιφορά, τροχιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

περιδρομή:1) бег по кругу Plut.;
2) круговращение, круговорот (ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.);
3) бесцельное хождение, шатание (πλάναι καὶ περιδρομαὶ εἰς οὐδὲν χρηστόν Plut.).