θεόπνευστος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεόπνευστος:''' -ον ([[πνέω]]), εμπνευσμένος από το θεό, φωτισμένος με [[θείο]] [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''θεόπνευστος:''' -ον ([[πνέω]]), εμπνευσμένος από το θεό, φωτισμένος με [[θείο]] [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεόπνευστος:''' <b class="num">1)</b> навеянный богами (ὄνειροι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> боговдохновенный ([[γραφή]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inspired of God, σοφίη Ps.-Phoc.129; ὄνειροι Plu.2.904f; πᾶσα γραφή 2 Ep.Ti.3.16; δημιούργημα Vett.Val.330.19.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott angehaucht, begeistert, σοφία Phocyl. 121, ὄνειροι Plut. plac. phil. 5, 2, γραφή N. T.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπνευστος: -ον, ἐμπνευσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, σοφίη Ψευδο-Φωκυλ. 121∙ ὄνειροι Πλούτ. 2. 904F∙ πᾶσα γραφὴ Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. γ΄, 16∙ ἀρχιερεὺς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1062.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inspiré par la divinité.
Étymologie: θεός, πνέω.
English (Strong)
from θεός and a presumed derivative of πνέω; divinely breathed in: given by inspiration of God.
English (Thayer)
θεοπνευστον (Θεός and πνέω), inspired by God: γραφή, i. e. the contents of Scripture, πᾶς, I:1c.); σοφιη (pseudo-) Phocyl. 121; ὄνειροι, Plutarch, de plac. Philippians 5,2, 3, p. 904f.; (Sibylline Oracles 8,411 (cf. 308); Nonnus, paraphr. ev. Ioan. 1,99). (ἐμπνευστος also is used passively, but ἄπνευστος, ἐυπνευστος, πυριπνευστος (δυσδιαπνευστος), actively (and δυσαναπνευστος; apparently either active or passive; cf. Winer's Grammar, 96 (92) note).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεόπνευστος, -ον)
αυτός που γίνεται με θεία έμπνευση («θεόπνευστο κήρυγμα»)
αρχ.
ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πνευστος (< πνέω), πρβλ. ευ-ανά-πνευστος, ηδύ-πνευστος].
Greek Monotonic
θεόπνευστος: -ον (πνέω), εμπνευσμένος από το θεό, φωτισμένος με θείο πνεύμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
θεόπνευστος: 1) навеянный богами (ὄνειροι Plut.);
2) боговдохновенный (γραφή NT).