διαμαστροπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμαστροπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προάγω]] σε [[ατιμία]], [[προωθώ]], [[εκπορνεύω]], [[διαφθείρω]]· <i>δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις</i>, [[ξεπουλώ]] το [[κράτος]] με ένα γάμο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαμαστροπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προάγω]] σε [[ατιμία]], [[προωθώ]], [[εκπορνεύω]], [[διαφθείρω]]· <i>δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις</i>, [[ξεπουλώ]] το [[κράτος]] με ένα γάμο, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μαστροπεύω koppelen; overdr.: γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας nu de leiding van de staat door huwelijken versjacherd wordt Plut. Caes. 14.8.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμαστροπεύω Medium diacritics: διαμαστροπεύω Low diacritics: διαμαστροπεύω Capitals: ΔΙΑΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diamastropeúō Transliteration B: diamastropeuō Transliteration C: diamastropeyo Beta Code: diamastropeu/w

English (LSJ)

   A pander: metaph. in Pass., -ομένης τῆς ἡγεμονίας γάμοις bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.

German (Pape)

[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις -ομένη Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirath vergeben.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.

Spanish (DGE)

prostituir fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας prostituido el supremo poder con bodas Plu.Caes.14, cf. App.BC 2.14.

Greek Monotonic

διαμαστροπεύω: μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω, διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μαστροπεύω koppelen; overdr.: γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας nu de leiding van de staat door huwelijken versjacherd wordt Plut. Caes. 14.8.