ἄμοχθος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄμοχθος:''' -ον, <b class="num">1.</b> απαλλαγμένος από μόχθο ή [[φροντίδα]], σε Σοφ.· αυτός που αποφεύγει τον κόπο, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> μη καταπονημένος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἄμοχθος:''' -ον, <b class="num">1.</b> απαλλαγμένος από μόχθο ή [[φροντίδα]], σε Σοφ.· αυτός που αποφεύγει τον κόπο, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> μη καταπονημένος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄμοχθος:''' <b class="num">1)</b> не утомленный Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не знающий трудов, бездеятельный, безмятежный ([[βίος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> ленивый, вялый ([[καρδία]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A free from toil and trouble, of persons, S.Fr.410; ἄ. βίος Tr.147. Adv. ἀμόχθως Man.2.173, al. 2 shrinking from toil, καρδία Pi.N.10.30, E.Fr. 240. 3 not tired, X.Mem.2.1.33.
German (Pape)
[Seite 128] 1) nicht ermüdet, Xen. Mem. 2, 1, 33; Sp. – 2) sich nicht anstrengend, träg, καρδία Pind. N. 10. 30; βίος Soph. Tr. 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμοχθος: -ον, ὁ ἀπηλλαγμένος μόχθου ἢ φροντίδος, ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀποσπ. 359· ἄμ. βίος ὁ αὐτ. Τρ. 147. 2) ὁ ἀποφεύγων τὸν κόπον, καρδία Πινδ. Ν. 10. 55, Εὐρ. Ἀποσπ. 242. 3) ὁ μὴ κεκμηκώς, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non fatigué;
2 exempt de peine.
Étymologie: ἀ, μόχθος.
English (Slater)
ᾰμοχθος, -ον
1 avoiding labour οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν (N. 10.30)
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas que no supone esfuerzo τοιόνδε μὲν Ζεὺς κλέμμα πρεσβύτου πατρὸς ... ἄμοχθον ἤνυσεν λαβεῖν A.Fr.145.3.
2 de pers. que no ha sufrido trabajos ἄμοχθος γὰρ οὐδείς S.Fr.410
•no fatigado X.Mem.2.1.33, cf. ἄ. βίος vida sin fatigas S.Tr.147.
3 que no se esfuerza o fatiga καρδία Pi.N.10.30, cf. E.Fr.240.
II adv. -ως infatigablemente ἔργα τελοῦντας ἀ. Man.2.173, cf. 341.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμοχθος, -ον)
ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος
αρχ.
1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος
2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μόχθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί.
Greek Monotonic
ἄμοχθος: -ον, 1. απαλλαγμένος από μόχθο ή φροντίδα, σε Σοφ.· αυτός που αποφεύγει τον κόπο, σε Πίνδ.
2. μη καταπονημένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄμοχθος: 1) не утомленный Xen.;
2) не знающий трудов, бездеятельный, безмятежный (βίος Soph.);
3) ленивый, вялый (καρδία Pind.).