ἄστοχος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ.
|lsmtext='''ἄστοχος:''' -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστοχος:''' <b class="num">1)</b> делающий промах, ошибающийся (τινος Plat.): ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. остаться без улова;<br /><b class="num">2)</b> неверный, нелепый (ἄ. καὶ [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]] Polyb.): οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. не быть лишенным остроумия.
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστοχος Medium diacritics: ἄστοχος Low diacritics: άστοχος Capitals: ΑΣΤΟΧΟΣ
Transliteration A: ástochos Transliteration B: astochos Transliteration C: astochos Beta Code: a)/stoxos

English (LSJ)

ον,

   A missing the mark, aiming badly at, τινός Pl.Ti.19e, AP9.370 (Tib. Ill.).    2 abs., aiming amiss, random, οὐκ ἀστόχου διανοίας Arist.HA587a9; κατηγορία aimless, absurd, Plb.5.49.4; of a person, Phld.Ind.Sto.32. Adv. -χως amiss, Alex.116.14, Plb.1.74.2, Phld.Mort.33.

German (Pape)

[Seite 376] das Ziel verfehlend, nicht richtig erkennend, ἀνδρῶν, ὅσα πράττοιεν καὶ λέγοιεν Plat. Tim. 19 e; κατηγορία Pol. 5, 49; χεὶρ ἄγρης Tib. Ill. 2 (IX, 370). – Adv. ἀστόχως, z. B. ἐχρῆτο τοῖς καιροῖς Pol. 1, 74, unüberlegt, unklug.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque le but ; maladroit.
Étymologie: ἀ, στόχος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que falla el blanco ref. a Eros σὺ δὲ ἄτοξος εἶ καὶ ἄστοχος; Luc.DDeor.23.1, τὰς βολὰς ... οὐκ ἀστόχους ἐποιοῦντο I.BI 4.579
c. gen. que no alcanza ἄγρης ... χεὶρ ἄστοχος AP 9.370 (Tib.Ill.)
fig. τὸ δὲ τῶν σοφιστῶν γένος ... φοβοῦμαι μὴ ... ἄστοχον ἅμα φιλοσόφων ἀνδρῶν ᾖ καὶ πολιτικῶν temo que la clase de los sofistas no esté preparada para entender a filósofos y políticos Pl.Ti.19e, κινδυνεύει τὸ ποιητικὸν γένος ἄστοχον εἶναι τῶν ἱερῶν λόγων D.Chr.36.33, abs. οὐκ ἄστοχος διάνοια ingenio perspicaz Arist.HA 587a9, κατηγορία ἄ. acusación absurda Plb.5.49.4, de pers., Phld.Ind.Sto.32.
2 adv. -ως sin alcanzar el blanco, torpemente οὐκ ἀ. Alex.116.14, τοῖς καιροῖς ἀ. ἐχρῆτο Plb.1.74.2, cf. Phld.Mort.33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄστοχος, -ον)
1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία
2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος
3. ο άσκοπος, ο μάταιος
νεοελλ.
ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα»).

Greek Monotonic

ἄστοχος: -ον, αυτός που χάνει το στόχο, αυτός που στοχεύει άσχημα, λανθασμένα σε, τινος, σε Πλάτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστοχος: 1) делающий промах, ошибающийся (τινος Plat.): ἄγρης ἄστοχον χεῖρα οἴσειν Anth. остаться без улова;
2) неверный, нелепый (ἄ. καὶ ψευδὴς κατηγορία Polyb.): οὐκ ἀστόχου διανοίας εἶναι Arst. не быть лишенным остроумия.