συμβούλιον: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμβούλιον:''' τό ([[βουλή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σύσκεψη]], [[σύνοδος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[συνέδριο]], [[διάσκεψη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''συμβούλιον:''' τό ([[βουλή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σύσκεψη]], [[σύνοδος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[συνέδριο]], [[διάσκεψη]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμβούλιον -ου, τό [σύμβουλος] beraad, overleg:. συμβούλιον ποιεῖν overleggen NT Marc. 15.1; συμβούλιον ἔλαβον κατ ’ αὐτοῦ ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν zij overlegden (tegen hem) hoe ze hem uit de weg konden ruimen NT Mt. 12.14. raad, raadsvergadering. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A advice, counsel, esp. with purposes of evil, Ev.Matt.12.14, Ev.Marc.3.6. II a council of advisors or assessors, PTeb.286.15 (ii A.D.), Plu.Luc.26; esp. freq. of the consilium of a Roman magistrate, governor, etc., SIG684.11 (Dyme, ii B.C.), al., Supp.Epigr.2.265 (Delph., ii B.C.), Act.Ap.25.12, Plu.Rom.14, 2.196e, etc.
German (Pape)
[Seite 980] τό, Rath, Rathschlag, Plut. Rom. 14; Berathung, D. C. 38, 43; auch Rathsversammlung, N. T.; Plut. Luc. 26.
Greek (Liddell-Scott)
συμβούλιον: συνέλευσις πρὸς σύσκεψιν, «Κωνσίλιον γὰρ ἔτι νῦν τὸ συμβούλιον καλοῦσι καὶ τοὺς ὑπάτους Κωνσούλας, οἷον προβούλους» Πλουτ. Ρωμ. 14· μάλιστα πρὸς κακὸν σκοπόν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 14, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γ΄, 6. ΙΙ. συνέδριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 11, Πλούτ. Λούκουλλ. 26., 2. 169D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 conseil;
2 assemblée délibérante.
Étymologie: σύμβουλος.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of σύμβουλος; advisement; specially, a deliberative body, i.e. the provincial assessors or lay-court: consultation, counsel, council.
English (Thayer)
συμβουλίου, τό (σύμβουλος);
1. counsel, which is given, taken, entered upon (PIut. Romul. 14): λαμβάνω (on this phrase see λαμβάνω, I:6), ποιῶ, to consult, deliberate, Tr text WH text συμβούλιον ἐδίδουν); T WH marginal reading συμβούλιον ἑτοιμασαντες; cf. Weiss ad loc.).
2. a council, i. e. an assembly of counsellors or persons in consultation (Plutarch, Luc. 26): Cicero, ad fam. 8,8; Verr. 2,13; Sueton. vit. Tiber. 33; Lampridius, vit. Alex. Sever c. 46; cf. Josephus, b. j. 2,16, 1).
Greek Monotonic
συμβούλιον: τό (βουλή)·
I. σύσκεψη, σύνοδος, σε Καινή Διαθήκη
II. συνέδριο, διάσκεψη, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβούλιον -ου, τό [σύμβουλος] beraad, overleg:. συμβούλιον ποιεῖν overleggen NT Marc. 15.1; συμβούλιον ἔλαβον κατ ’ αὐτοῦ ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν zij overlegden (tegen hem) hoe ze hem uit de weg konden ruimen NT Mt. 12.14. raad, raadsvergadering.