ἀποκληρόω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εκλέγω]] με λαχνό από ένα [[σύνολο]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[επιλέγω]] ή [[εκλέγω]] σε [[αξίωμα]] με κλήρο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]] ή [[απονέμω]] με κλήρο, <i>χώραντινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποκληρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εκλέγω]] με λαχνό από ένα [[σύνολο]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[επιλέγω]] ή [[εκλέγω]] σε [[αξίωμα]] με κλήρο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]] ή [[απονέμω]] με κλήρο, <i>χώραντινί</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκληρόω:''' <b class="num">1)</b> выбирать по жребию (ἕνα ἐκ δεκάδος Her.; βουλήν Thuc.; σιτοφύλακας Lys.; τοὺς [[τρεῖς]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> присуждать по жребию (χώραν τινί Plut.): [[τοῦτο]] σοι ἀποκεκλήρωται Luc. так выпало тебе на долю;<br /><b class="num">3)</b> исключать из числа участников жеребьевки (τινα Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκληρόω Medium diacritics: ἀποκληρόω Low diacritics: αποκληρόω Capitals: ΑΠΟΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: apoklēróō Transliteration B: apoklēroō Transliteration C: apokliroo Beta Code: a)poklhro/w

English (LSJ)

   A choose by lot from a number, Hdt.2.32; ἀ. ἕνα ἐκ δεκάδος Id.3.25; ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Th.4.8: at Athens, choose or elect by lot, πρυτάνεις Id.8.70, cf. And.1.82; σιτοφύλακας ἀ. Lys.22.16:—Pass., to be so chosen, D.25.27, Marm.Par.16: hence, choose at random, prob. in Phld.Rh.1.114S.:—Med., much like Act., Ph.2.508, Plu.2.826f.    2 allot, assign by lot, χώραν τινί Plu.Caes.51, cf. Hld.4.2:—Pass., to be allotted, fall to one's share, τινί Luc.Merc. Cond.32, Ph.2.577; have allotted to one, τι Ph.1.214.    II eliminate by lot, Arist.Pol.1298b26.

German (Pape)

[Seite 307] 1) durchs Loos wählen, βουλήν Thuc. 8, 70 Andoc. 1, 82; σιτοφύλακας Lys. 22, 16; Plat. Legg. VI, 763 e; Folgde. Pass., durchs Loos erwählt werden, Dem. 25. 27; τοῦτό σοι ἀποκεκλήρωται, das ist dir beschieden, Luc. Merc. cond. 32; auch = vertheilen, τινί τι Hel. – 2) vom Loosen ausschließen, Arist. Polit. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκληρόω: εκλέγω, λαμβάνω διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 2. 3· ἀπ. ἕνα ἐκ δεκάδος ὁ αὐτ. 3. 25· ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Θουκ. 4. 8· ἐν Ἀθήναις, ἐκλέγω διὰ κλήρου εἰς ἀξίωμα, ὁ αὐτὸς 8. 70, Ἀνδοκ. 11. 19· σιτοφύλακας ἀπ. Λυσ. 165. 35· καὶ ἐν τῷ παθητ. ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 778. 4, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2374. 16: ― Μέσ., πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ., Φίλων 2. 208, Πλούτ. 2. 826Ε. 2) διανέμωἀπονέμω διὰ κλήρου, χώραν τινὶ Πλούτ. Καῖσ. 51: ― Παθ., ἀπονέμομαι, πίπτω διὰ κλήρου εἰς τὸ μερίδιόν τινος, τινὶ Λουκ. π. τ. Μισθ. Συνόντ. 32, Φίλων 2. 577: ― ὡσαύτως, ἀπονέμω εἴς τινα, ἀποδίδω, τι Φίλων 1. 214. ΙΙ. ἀποκλείω τοῦ δικαιώματος νὰ λάβῃ κλήρους δι’ ὑπούργημα, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 13, πρβλ. ἀπόκληρος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 choisir au sort, désigner par la voie du sort, acc.;
2 distribuer ou assigner par la voie du sort : τινί τι qch à qqn;
3 exclure d’un partage par la voie du sort.
Étymologie: ἀπό, κληρόω.

Spanish (DGE)

I 1elegir mediante sorteo c. ac. de pers. o corporaciones πέντε ἑωυτῶν Hdt.2.32, ἐκ δεκάδος γὰρ ἕνα Hdt.3.25, τοὺς τρεῖς Pl.Lg.763e, τοὺς πέντε Pl.Lg.763e, διεβίβαζον ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας ἀποκληρώσαντες ἀπὸ πάντων τῶν λόχων Th.4.8, τοὺς ἡμίσεις τούτων Pl.Lg.756e, SB 10075.17 (VI d.C.)
de cargos públicos πρυτάνεις Th.8.70, βουλήν And.Myst.82, σιτοφύλακας Lys.22.16, τὰ δικαστήρια D.C.38.7.6, Luc.Bis Acc.4, 12, en v. pas. Ἑλίκη καὶ Ἀρχεδίκη ἀποκληρωθεῖσαι ὑπὸ τῶν λοιπῶν Marm.Par.A 9
tb. en v. med., Ph.2.508.
2 sortear, asignar por sorteo c. otros ac. χώραν τῆς Ἰταλίας ἀπεκλήρωσε πολλήν Plu.Caes.51, τὰς πολιτείας Plu.2.826e, στέφανον Hld.4.2.1
en v. pas. ὅτι ἐλάχετε, εἶτ' ἀπεκληρώθητε D.25.27, τοιοῦτο γάρ σοι ἀποκεκλήρωται Luc.Merc.Cond.32, μιᾶς χώρας τῆς ἀποκεκληρωμένης Ph.2.577, fig. ἀποκεκληρωμένος φόβον τε καὶ λύπην Ph.1.214.
II eliminar mediante sorteo τοὺς πλείους Arist.Pol.1298b26.

Greek Monotonic

ἀποκληρόω: μέλ. -ώσω·
1. εκλέγω με λαχνό από ένα σύνολο, σε Ηρόδ., Θουκ.· επιλέγω ή εκλέγω σε αξίωμα με κλήρο, σε Θουκ.
2. διανέμω ή απονέμω με κλήρο, χώραντινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκληρόω: 1) выбирать по жребию (ἕνα ἐκ δεκάδος Her.; βουλήν Thuc.; σιτοφύλακας Lys.; τοὺς τρεῖς Plat.);
2) присуждать по жребию (χώραν τινί Plut.): τοῦτο σοι ἀποκεκλήρωται Luc. так выпало тебе на долю;
3) исключать из числа участников жеребьевки (τινα Arst.).