προσκατανέμω: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκατανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, [[κατανέμω]], [[απονέμω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσκατανέμω:''' μέλ. <i>-νεμῶ</i>, [[κατανέμω]], [[απονέμω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-κατανέμω bovendien toewijzen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.
German (Pape)
[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.
French (Bailly abrégé)
distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.
Greek Monolingual
Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προσκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κατανέμω bovendien toewijzen.