ἄναρχος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄναρχος:''' -ον ([[ἀρχή]]), αυτός που δεν έχει [[κεφάλι]], [[αρχή]] ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = [[ἀναρχία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄναρχος:''' -ον ([[ἀρχή]]), αυτός που δεν έχει [[κεφάλι]], [[αρχή]] ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = [[ἀναρχία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄναρχος:''' <b class="num">1)</b> никому не подвластный, не имеющий начальников, никем не управляемый ([[τάξις]] Aesch.; [[στράτευμα]] Eur.; ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий начала, безначальный ([[κίνησις]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρχος Medium diacritics: ἄναρχος Low diacritics: άναρχος Capitals: ΑΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: ánarchos Transliteration B: anarchos Transliteration C: anarchos Beta Code: a)/narxos

English (LSJ)

ον,

   A without head or chief, Il.2.703; ναυτικὸν στράτευμ' ἄ. E.IA914, cf. Hec. 607; ἄ. ζῷα, opp. τὰ ὑφ' ἡγεμόνα ὄντα, Arist. HA488a11: τὸ ἄ., = ἀναρχία, A Eu.696.    2 ἔτος ἄ. a year without any regular magistrates, GDI5635 (Teos).    II Act., holding no office or magistracy, prob. l. Arr.Epict.4.6.3.    b not qualified to hold office, Max. Tyr. 21.5 (Sup., s. v. l.).    III without beginning, Parm.8.27, Ocell. 1.2, S.E.M.7.312; κύκλος ἄ. καὶ ἀτελεύτητος Procl.Inst.146; ἄ. δίκη PLips.33 ii 5 (iv A. D.).    b without first principles, S.E.M.1.180.

German (Pape)

[Seite 206] 1) ohne Oberhaupt, ohne Anführer, Il. 2, 703. 726; τάξις Aesch. Pers. 290; τὸ ἄν. Eum. 666: Plat. Rep. VIII, 558 c. – 2) ohne Anfang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ἄνευ ἀρχῆς ἢ ἀρχηγοῦ, Ἰλ. Β. 703· ναυτικὸν στράτευμ’ ἄν. Εὐρ. Ι. Α. 914, πρβλ. Ἑκ. 607· ἄν. ζῶα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὑφ’ ἡγεμόνα ὄντα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 25: - τὸ ἄναρχον = ἡ ἀναρχία Αἰσχύλ. Εὐμεν. 696. 2) ἔτος ἄναρχον, ἔτος ἄνευ τῶν συνήθων τακτικῶν ἀρχόντων, Ἐπιγρ. Τηΐα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3064. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων ἀρχήν τινα ἢ ὑπούργημα, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 3. 2) ὁ ἄνευ ἀρχῆς, Παρμενίδ. 83, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 312, περὶ θεοῦ, τὸν ἄναρχον θεὸν Κλήμ. Ἀλεξ. 638, κτλ., πρβλ. Suicer. 3) ἄνευ τῶν πρώτων ἀρχῶν, Σέξτ. Ἐμπ. 641, 10 καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀνάρχως, ἄνευ ἀρχῆς, τ. ἔ. ἐξουσίας, ἢ τοῦ κύρους αὐτῆς, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. 3. σ. 578. - Ἡ σημασία αὕτη δὲν ἐσημειώθη ἐν τῷ Θ. Στ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans chef, sans maître ; τὸ ἄναρχον ESCHL c. ἀναρχία.
Étymologie: ἀ, ἄρχω.

English (Autenrieth)

without leader.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene jefe, falto de jefe ἄναρχοι ἔσαν Il.2.703, στράτευμα E.IA 914, θρέμμα ἄναρχον animales sin guardián Pl.Lg.639a, ἄναρχον μηδένα εἶναι, μήτ' ἄρρενα μήτε θήλειαν Pl.Lg.942a, (ζῷα) τὰ μὲν ὑφ' ἡγεμόνα ἐστὶ τὰ δ' ἄναρχα Arist.HA 488a11.
2 subst. τὸ ἄ. anarquía A.Eu.696.
3 durante el que no hay magistrados ἔτος GDI 5635 (Teos).
II que no tiene cualidades para mandar ὁ στρατηγὸς ἐξίσταται τῆς ἀρχῆς τοῖς ἀναρχοτάτοις; Max.Tyr.15.5.
III 1que no tiene principio, sin comienzo del ser ἄναρχον ἄπαυστον Parm.B 8.27, ἄναρχον ἄρα καὶ ἀτελεύτητον τὸ πᾶν Ocell.1.3, κατάληψις S.E.M.7.312, κύκλος Procl.Inst.146
de libros falto del comienzo Papp.1116.6, τὰ βιβλία ... ἔξω ἀνάρχων καὶ διεφθωρότων (sic) καὶ σητοβρότων SB 7404.28 (II d.C.), δίκη PLips.33.2.5 (IV d.C.)
sin proemio ποίημα Ach.Tat.Fr.3 (p.81).
2 que carece de principios primeros τέχνη S.E.M.1.180.
3 adv. -ως sin comienzo, sin principio πνεῦμα ἀ. καὶ ἀχρόνως τὸν υἱὸν ἐγέννησεν Epiph.Const.Haer.69.36, cf. Clem.Al.Strom.7.2.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄναρχος, -ον)
1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό
2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα
3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον
η αναρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -αρχος < άρχω.
ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι].

Greek Monotonic

ἄναρχος: -ον (ἀρχή), αυτός που δεν έχει κεφάλι, αρχή ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = ἀναρχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναρχος: 1) никому не подвластный, не имеющий начальников, никем не управляемый (τάξις Aesch.; στράτευμα Eur.; ζῷα Arst.);
2) не имеющий начала, безначальный (κίνησις Sext.).