ἰσοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοδαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με [[ισότητα]] [[προς]] όλους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός δαίμονα<br /><b>3.</b> αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγριο</i>-[[δαίτης]], <i>ξενο</i>-[[δαίτης]]].
|mltxt=[[ἰσοδαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με [[ισότητα]] [[προς]] όλους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός δαίμονα<br /><b>3.</b> αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγριο</i>-[[δαίτης]], <i>ξενο</i>-[[δαίτης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοδαίτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> распределяющий (блага) поровну ([[Βάκχος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> распределитель порций (за столом) Luc.
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδαίτης Medium diacritics: ἰσοδαίτης Low diacritics: ισοδαίτης Capitals: ΙΣΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: isodaítēs Transliteration B: isodaitēs Transliteration C: isodaitis Beta Code: i)sodai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ (δαίω)

   A dividing equally, giving to all alike, epith. of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, Luc.Ep.Sat.32; of Pluto, Hsch. (ἰσοδέτης cod.).    II Subst., name of a δαίμων, Hyp.Fr.177.

German (Pape)

[Seite 1264] ὁ, gleich vertheilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. ξενικός τις δαίμων, ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― Κατὰ τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ ἥλιος (δηλ. ὁ Ἀπόλλων) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ κρέας εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 qui distribue à tous également;
2 écuyer tranchant.
Étymologie: ἴσος, δαίω.

Greek Monolingual

ἰσοδαίτης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους
2. ονομασία ενός δαίμονα
3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. αγριο-δαίτης, ξενο-δαίτης].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδαίτης: ου ὁ1) распределяющий (блага) поровну (Βάκχος Plut.);
2) распределитель порций (за столом) Luc.