ἀντελπίζω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντελπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ελπίζω]] αντιθέτως ή με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντελπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ελπίζω]] αντιθέτως ή με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντελπίζω:''' менять свои надежды: ἀντελπίσαντες ἄλλα Thuc. питая новые надежды, т. е. изменив планы или намерения.
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντελπίζω Medium diacritics: ἀντελπίζω Low diacritics: αντελπίζω Capitals: ΑΝΤΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: antelpízō Transliteration B: antelpizō Transliteration C: antelpizo Beta Code: a)ntelpi/zw

English (LSJ)

   A hope instead or in turn, ἄλλα Th.1.70; ἕτερον πλοῦτον Lib.Decl.26.28.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, wieder hoffen, Thuc. 1, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντελπίζω: συλλαμβάνω νέαν ἐλπίδα πρὸς ἐπανόρθωσιν ἀποτυχίας, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν Θουκ. 1. 70.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντελπίσας;
espérer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐλπίζω.

Spanish (DGE)

esperar a su vez ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.Decl.26.28.

Greek Monolingual

ἀντελπίζω (Α)
αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας.

Greek Monotonic

ἀντελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω αντιθέτως ή με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντελπίζω: менять свои надежды: ἀντελπίσαντες ἄλλα Thuc. питая новые надежды, т. е. изменив планы или намерения.