πολυποίκιλος: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(4) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυποίκῐλος:''' <b class="num">1)</b> очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> многообразный ([[σοφία]] NT). | |elrutext='''πολυποίκῐλος:''' <b class="num">1)</b> очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> многообразный ([[σοφία]] NT). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A much-variegated, φάρεα E.IT1149 (lyr.); στέφανος Eub.105 (anap.); διαχωρήματα Steph. in Hp.1.157 D. 2 manifold, σοφία τοῦ θεοῦ Ep.Eph.3.10; φαντασία τῶν οἰνωμένων Anon. Incred.17; τελετή Orph.H.6.11.
German (Pape)
[Seite 669] sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνθέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠποίκῐλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, φάρεα Εὐρ. Ι. Τ. 1150, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3. 2) ποικίλος, πολλαπλοῦς, τελετὴ Ὀρφ. Ὕμν. 5. 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très varié.
Étymologie: πολύς, ποικίλος.
English (Strong)
from πολύς and ποικίλος; much variegated, i.e. multifarious: manifold.
English (Thayer)
πολυποικιλον (πολύς and ποικίλος);
1. much-variegated; marked with a great variety of colors: of cloth or a painting; φαρεα, Euripides, Iph. T. 1149; στέφανον πολυποικιλον ἀνθεων, Eubulus ap Athen. 15, p. 679d.
2. much varied, manifold: σοφία τοῦ Θεοῦ, manifesting itself in a great variety of forms, ὀργή, Sibylline Oracles 8,411; λόγος, the Orphica, hymn. 61,4, and by other writings with other nouns.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυποίκιλος, -ον ΝΜΑ
πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
(μσν-αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποικίλος (πρβλ. ανθηρο-ποίκιλος, χρυσο-ποίκιλος)].
Greek Monotonic
πολῠποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυποίκῐλος: 1) очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);
2) многообразный (σοφία NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig.