ἀνάπνευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπνευσις:''' -εως, ἡ ([[ἀναπνέω]]), [[ανάκτηση]] της αναπνοής, [[ανακούφιση]], [[ανάπαυλα]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνάπνευσις:''' -εως, ἡ ([[ἀναπνέω]]), [[ανάκτηση]] της αναπνοής, [[ανακούφιση]], [[ανάπαυλα]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάπνευσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> вдыхание, вдох Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> передышка, отдых (ὀλίγη ἀ. πολέμοιο Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπνευσις Medium diacritics: ἀνάπνευσις Low diacritics: ανάπνευσις Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: anápneusis Transliteration B: anapneusis Transliteration C: anapnefsis Beta Code: a)na/pneusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A recovery of breath: respite from, ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο Il.11.801, 16.43.    II breathing in, ὕδατος, of fishes, Pl. Ti.92b; inhalation, opp. ἔκπνευσις, Arist.HA492b8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ, (ἀναπνέω) ἀνάκτησις ἀναπνοῆς, ἀνακούρισις, ἀνάπαυλα ἀπό…, ὀλίγη δὲ τ’ ἀνάπνευσις πολέμοιο Ἰλ. Δ. 801, Π. 43, ΙΙ. εἰσπνοή, Πλάτ. Τίμ. 92B· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκπνευσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de reprendre haleine, de se reposer de.
Étymologie: ἀναπνέω.

English (Autenrieth)

(ἀναπνέω): recovering of breath, respite; πολέμοιο, ‘from fighting.’ (Il.)

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): poét. ἀμπ- Q.S.11.438
I respiro, reposo πολέμοιο Il.11.801, 16.43, Q.S.l.c., οὐδέ τις ἦεν ἀνάπνευσις μογέοντι A.R.2.474.
II 1inspiración, acción de inspirar op. ἔκπνευσις Arist.HA 492b8
medic. inhalación ἀ. ποιέειν Hp.Morb.3.3.
2 respiraciónἀνάπνευσις ψόφον τινὰ παρέχει Arist.Pr.904b12
c. gen. ὕδατος de los peces, Pl.Ti.92b, τοῦ ἀέρος M.Ant.6.15.

Greek Monolingual

ἀνάπνευσις (-εως), η (Α)
1. ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα
2. αναπνοή
3. εισπνοή (αντίθ. του ἔκπνευσις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνεύσιμος].

Greek Monotonic

ἀνάπνευσις: -εως, ἡ (ἀναπνέω), ανάκτηση της αναπνοής, ανακούφιση, ανάπαυλα από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπνευσις: εως ἡ1) вдыхание, вдох Plat., Arst.;
2) передышка, отдых (ὀλίγη ἀ. πολέμοιο Hom.).