ἀκανθώδης: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκανθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[γεμάτος]] αγκάθια, [[ακανθώδης]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>λόγοι ἀκανθώδεις</i>, περίπλοκα, αιχμηρά, δύσκολα ζητήματα, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀκανθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[γεμάτος]] αγκάθια, [[ακανθώδης]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>λόγοι ἀκανθώδεις</i>, περίπλοκα, αιχμηρά, δύσκολα ζητήματα, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκανθώδης:''' <b class="num">1)</b> заросший терновником, тернистый ([[χῶρος]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> усаженный шипами или иглами ([[ῥάχις]], [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> похожий на иглы: αἱ ἀκανθώδεις [[τρίχες]] Arst. щетина;<br /><b class="num">4)</b> придирчивый, мелочной (λόγοι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A full of thorns, thorny, χῶρος Hdt.1.126; τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, cf. Thphr.HP1.5.3, etc. 2 prickly, γλῶττα Arist.HA503a2; τρίχες ib.490b28; of the vertebrae, spinous, ib.516b20: Comp., ib.516b22. 3 metaph., λόγοι ἀ. thorny arguments, Luc.DMort.10.8; ἀ. βίος Suid.
German (Pape)
[Seite 68] ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθώδης: -ες, (εἶδος) = πλήρης ἀκανθῶν· χῶρος, Ἡρόδ. 1. 126· τὸ ῥόδον, Ἀριστ. Προβλ. 12, 8, κτλ. 2) ἀκανθηρός, γλῶττα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 10, 2· τρίχες, αὐτόθι 1. 6, 6· ἐπὶ τῶν σπονδύλων = ἔχων ἀκάνθας, αὐτόθι 3. 7, 11, καὶ ἀλλ. 3) μεταφ., λόγοι ἀκ. = δύσκολοι, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ἀκ. βίος, Παροιμιογρ. πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 couvert d’épines, de ronces;
2 fig. épineux.
Étymologie: ἄκανθα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1cubierto de abrojos o zarzas χῶρος Hdt.1.126, ὁδός Herm.Mand.6.1, τόπος Herm.Sim.6.2, 6.
2 fig., de pers. sobre espinas, preocupado de José antes del nacimiento de Jesús, Rom.Mel.1.ιαʹ.7.2
•dificultoso βίος Sud.β 295.
II 1espinoso de la columna vertebral, Arist.HA 516b20, 22
•esp. de plantas τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, ὁ κάκτος Phan.38, cf. Thphr.HP 1.5.3, Plb.12.2.2, τὰ πρῶτα ζῷα φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι Placit.5.19.4, fig. λόγοι ἀκανθώδεις argumentos espinosos Luc.DMort.20.8.
2 como una espina, puntiagudo τρίχες del erizo, Arist.HA 490b28, γλῶττα de ciertos peces, Arist.HA 503a2.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀκανθώδης) ἄκανθα
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός
ἀκανθῶδες φυτόν
«ἀκανθῶδες ῥόδον» (Αριστοτ. Προβλ. 12, 8)
2. μτφ. δύσκολος, περίπλοκος
«ἀκανθῶδες ζήτημα», «λόγοι ἀκανθώδεις» (Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 10, 8), «ακανθώδης βίος» (Σούδα).
Greek Monotonic
ἀκανθώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που είναι γεμάτος αγκάθια, ακανθώδης, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., λόγοι ἀκανθώδεις, περίπλοκα, αιχμηρά, δύσκολα ζητήματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθώδης: 1) заросший терновником, тернистый (χῶρος Her.);
2) усаженный шипами или иглами (ῥάχις, γλῶττα Arst.);
3) похожий на иглы: αἱ ἀκανθώδεις τρίχες Arst. щетина;
4) придирчивый, мелочной (λόγοι Luc.).